Με τρία σενάρια που προβλέπουν ύφεση από 9% έως 11% του ΑΕΠ για φέτος και ανάκαμψη από 3,2% έως 5% το 2021 προσπαθεί η ενδιάμεση έκθεση του διοικητή της ΤτΕ να καλύψει τα ενδεχόμενα για την πορεία της οικονομίας με δεδομένη τη μεγάλη αβεβαιότητα που γεννούν η διάρκεια, η ένταση και κυρίως ο ακριβής χρόνος λήξης της υγειονομικής κρίσης.

Σε σύγκριση με το σενάριο που είχε παρουσιάσει τον Σεπτέμβριο η προηγούμενη έκθεση, η οποία προέβλεπε πτώση του ΑΕΠ κατά 7,5% το 2020, μετά και το δεύτερο lockdown επανέρχεται και παρουσιάζει τρία σενάρια – ένα βασικό και δύο εναλλακτικά.

Στο βασικό σενάριο, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η οικονομική δραστηριότητα θα υποχωρήσει σημαντικά το 2020, με το ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ να διαμορφώνεται σε -10%. Το 2021 και 2022 αναμένεται ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας με ρυθμό 4,2% και 4,8% αντίστοιχα, καθώς εκτιμάται ότι τόσο η εγχώρια όσο και η εξωτερική ζήτηση θα ενισχυθούν σημαντικά.

Στο ήπιο σενάριο, που υποθέτει ότι τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και αναστολής της λειτουργίας πολλών κλάδων θα αρθούν γρηγορότερα και η μετάβαση στην κανονικότητα θα είναι σχετικά σύντομη, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 9% το 2020, ενώ θα σημειώσει άνοδο κατά 4,8% το 2021 και 5% το 2022.

Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο, το οποίο υποθέτει ότι οι συνέπειες της πανδημίας θα είναι πιο έντονες και η ανάκαμψη της οικονομίας θα καταστεί δυσκολότερη, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 11% το 2020 και θα αυξηθεί κατά 3,2% και 4,5% το 2021 και το 2022 αντίστοιχα.

Σημειώνεται ότι τα παραπάνω σενάρια ενσωματώνουν όλα τα μέτρα οικονομικής πολιτικής που έχουν ανακοινωθεί από την ελληνική κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της διασποράς του κορονοϊού.

Η συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης, στο βασικό σενάριο, εκτιμάται ότι ήταν αρνητική το 2020, λόγω της επιδείνωσης των συνθηκών στην αγορά εργασίας και της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, αλλά και λόγω της αναβολής καταναλωτικών δαπανών εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων και της αύξησης της αποταμίευσης για λόγους πρόνοιας. Τα επόμενα δύο έτη η σταδιακή ανάκαμψη της αγοράς εργασίας θα συμβάλει στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης με σχετικά ήπιους ρυθμούς.

Οι συνολικές επενδύσεις εκτιμάται ότι σημείωσαν σημαντική πτώση το τρέχον έτος ενώ την περίοδο 2021-2022 η επενδυτική δαπάνη αναμένεται να ενισχυθεί, υποβοηθούμενη από τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος, την αξιοποίηση των πόρων από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU) και την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων.

Σύμφωνα με την έκθεση, ο μεγαλύτερος κίνδυνος σχετίζεται με την πρόσφατη αναζωπύρωση της πανδημίας του κορονοϊού, η οποία τείνει να καθυστερήσει την επιστροφή στην κανονικότητα. Περαιτέρω κλιμάκωση της πανδημίας, που θα συνοδευόταν από παρατεταμένη διάρκεια των μέτρων περιορισμού της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, δύναται να έχει πιο έντονες και επίμονες επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία και ιδιαίτερα στους κλάδους εκείνους που σχετίζονται με τις υπηρεσίες, και κυρίως τον τουρισμό.

Η έκθεση επισημαίνει ως κίνδυνο και το ενδεχόμενο επιδείνωσης των γεωπολιτικών εντάσεων στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και ειδικότερα στις σχέσεις με την Τουρκία και το ενδεχόμενο αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.E. χωρίς τη σύναψη συμφωνίας

Ανησυχία για τα «κόκκινα» δάνεια

Σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ, η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συνεχίσει να αποτελεί το βασικό πρόβλημα για την πραγματική οικονομία και τους ισολογισμούς των τραπεζών, ειδικά το επόμενο διάστημα, όταν εκτιμάται ότι θα καταγραφεί αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω της πανδημίας.

Οπως τονίζεται στην έκθεση, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε υψηλός (35,8%) τον Σεπτέμβριο του 2020. Ως προς τις επιμέρους κατηγορίες χαρτοφυλακίων, ο δείκτης ΜΕΔ διαμορφώθηκε σε 39,5% για το στεγαστικό, 47,4% για το καταναλωτικό και 32,2% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο.

Οσον αφορά τη διάρθρωση των ΜΕΔ σε απόλυτα μεγέθη, το 54% αφορά επιχειρηματικά δάνεια, το 35% στεγαστικά και το 11% καταναλωτικά δάνεια. Επίσης, το 51,6% του υπολοίπου αφορά δανειακές συμβάσεις που έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες, το 27,1% δάνεια αβέβαιης είσπραξης και το 21,3% δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών, τα οποία δεν έχουν ακόμη καταγγελθεί.

Η έκθεση κάνει λόγο και για τα περίπου 37.000 δάνεια συνολικού ύψους 7,74 δισ. ευρώ του παλιού νόμου Κατσέλη που βρίσκονται σε εκκρεμότητα αναμένοντας την εκδίκασή τους μέσα στους επόμενους 12 μήνες.

Επίσης, σημειώνει τα υψηλά ποσοστά δανείων που ρυθμίζονται μεν, αλλά μπαίνουν ξανά σε καθυστέρηση Συγκεκριμένα τονίζεται ότι στο 20,9% των μακροχρόνιων ρυθμίσεων και στο 59,4% των βραχυχρόνιων ρυθμίσεων η καθυστέρηση εμφανίζεται μόλις ένα τρίμηνο μετά την εφαρμογή της ρύθμισης. Τα εν λόγω ποσοστά αυξάνονται σε 35,1% και 82,2% αντίστοιχα σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους.

Στην κατεύθυνση αυτή, η Τράπεζα της Ελλάδος επαναφέρει και την πρότασή της, η οποία έχει υποβληθεί στην κυβέρνηση, για τη δημιουργία ενός κεντρικού φορέα για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.