Σε μια κίνηση που σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής στη γερμανική πολιτική, η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ ανακοίνωσε στις 29 Οκτωβρίου πως δεν θα θέσει πάλι υποψηφιότητα για την ηγεσία της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) τον Δεκέμβριο.

Η κ. Μέρκελ δήλωσε πως θέλει να παραμείνει στη θέση της καγκελαρίου μέχρι τη λήξη της θητείας της το 2021, όμως η απόφασή της δείχνει την έκταση στην οποία η ηγεσία της έχει αποδυναμωθεί λόγω των ισχνών εκλογικών αποτελεσμάτων και των εντάσεων με τους κυβερνητικούς εταίρους του CDU, την Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU) και το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD).

Η απόφαση της Μέρκελ ήρθε λίγες μόνον ώρες μετά τις τοπικές εκλογές στο κρατίδιο της Έσσης, όπου το CDU πήρε την πρώτη θέση όμως έχασε περισσότερες από 11 μονάδες σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές του 2013.

Οι εκλογές στην Έσση διενεργήθηκαν μόλις δυο εβδομάδες μετά τις ισχνές επιδόσεις του αδελφού κόμματος του CDU, του CSU, στις τοπικές εκλογές στη Βαυαρία. Ορισμένα μέλη του CDU και του CSU πιστεύουν πως για την μείωση της δημοφιλίας των συντηρητικών και την απώλεια ψηφοφόρων, οι οποίοι στράφηκαν προς την εθνικιστική δεξιά, ευθύνονται εν μέρει οι αμφιλεγόμενες πολιτικές της Μέρκελ στο μεταναστευτικό.

Το SPD επίσης εμφάνισε ισχνές επιδόσεις στη Βαυαρία και στην Έσση, προκαλώντας μια εσωτερική διαμάχη εντός του κόμματος ως προς το αν θα πρέπει να συνεχίσει να βρίσκεται στον κυβερνητικό συνασπισμό σε ομοσπονδιακό επίπεδο. στις 28 Οκτωβρίου, η επικεφαλής του SPD, Άντρεα Νάλες, δήλωσε πως για να παραμείνει το κόμμα στον συνασπισμό, ο συνασπισμός θα πρέπει να αλλάξει.

Το CDU, το CSU και το SPD σχημάτισαν τον «μεγάλο συνασπισμό» τους τον Μάρτιο, όμως κανένα από τα κόμματα δεν νοιώθει άνετα με την κατάσταση. Οι απρόθυμοι εταίροι ένωσαν τις δυνάμεις τους μόνο για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο νέων εκλογών.

Οι ψηφοφόροι ομοίως φαίνεται πως έχουν κουραστεί από την διακυβέρνηση των ίδιων κομμάτων τα τελευταία 13 χρόνια. Οι εκλογές στη Βαυαρία και την Έσση είδαν ανερχόμενα κόμματα όπως οι Πράσινοι και η Εναλλακτική για τη Γερμανία να αυξάνουν τη δημοφιλία τους, κάτι που υποδηλώνει πως οι ψηφοφόροι ψάχνουν για εναλλακτικές πέραν των παραδοσιακών κομμάτων.

Η απόφαση της Μέρκελ δεν είναι πρωτοφανής. Το 2004 ο τότε καγκελάριος Γέρχαρντ Σρέντερ παραιτήθηκε από τη θέση του ως ηγέτης του SPD ενώ παρέμεινε ομοσπονδιακός καγκελάριος. Όμως η παραίτησή του από το κόμμα του σηματοδότησε την αρχή του τέλους της καγκελαρίας του Σρέντερ, καθώς έχασε στις πρόωρες ομοσπονδιακές εκλογές από τη Μέρκελ την επόμενη χρονιά.

Ασχέτως του προσωπικού μέλλοντος της Μέρκελ, είναι ξεκάθαρο πως η γερμανική κυβέρνηση θα εισέλθει τώρα σε μια εύθραυστη περίοδο. Αν το SPD αποχωρήσει από τον κυβερνητικό συνασπισμό, το CDU και το CSU θα πρέπει να αποφασίσουν αν θα παραμείνουν στην εξουσία ως κυβέρνηση μειοψηφίας, αν θα αναζητήσουν άλλους συμμάχους στο κοινοβούλιο, ή αν θα κηρύξουν πρόωρες εκλογές. Και αν η Μέρκελ αποφασίσει να παραιτηθεί από καγκελάριος, τότε πιθανότατα θα ακολουθήσουν πρόωρες εκλογές.

Δεδομένων των ισχνών δημοσκοπικών επιδόσεων του CDU, του CSU και του SPD αυτό το διάστημα, τα κόμματα θα το ξανασκεφτούν για να κηρύξουν πρόωρες εκλογές. Όμως οι εντάσεις, τόσο οι εσωκομματικές όσο και αυτές μεταξύ των κομμάτων, θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον «οδηγό» για τη λήψη αποφάσεων.

Οι πρόωρες γενικές εκλογές πιθανότατα θα είχαν ως αποτέλεσμα μια κατακερματισμένη βουλή και θα ακολουθούσαν περίπλοκες διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού. Αυτό θα άφηνε τη Γερμανία, τον βασικό πολιτικό και οικονομικό «παίκτη» στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για μήνες χωρίς μια ισχυρή ηγεσία. Και η πολιτική διαδικασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο πιθανότατα θα «πάγωνε», ή τουλάχιστον θα επιβραδύνονταν πολύ, ενώ η ΕΕ θα περίμενε για τον διορισμό νέας γερμανικής κυβέρνησης.

Αυτό θα καθιστούσε δυσκολότερο για την Ευρωπαϊκή Ένωση να αντιδράσει αποτελεσματικά σε πολιτικές και οικονομικές προκλήσεις όπως αυτές που προκύπτουν από την Ιταλία και την Πολωνία.