Οι νέες αμερικανικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας θα επιδεινώσουν τις ήδη τεταμένες σχέσεις των δύο χωρών, αναγκάζοντας το Κρεμλίνο να απαντήσει.

Στις 15 Απριλίου, η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν (φωτό) ανακοίνωσε νέες κυρώσεις σε βάρος των ρωσικών χρηματοπιστωτικών αγορών, φυσικών και νομικών προσώπων ως απάντηση στη συμμετοχή της Ρωσίας στην κυβερνοεπίθεση εναντίον της Solar Winds το 2020, στην απόπειρα παρέμβασης στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2020 και στη συνεχιζόμενη κατοχή της Κριμαίας. Οι νέες αυτές κυρώσεις ακολουθούν εκείνες που επέβαλαν οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. τον Μάρτιο εξαιτίας της απόπειρας δολοφονίας και της επακόλουθης φυλάκισης του ηγέτη της αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι από τη Ρωσία. Τότε, η κυβέρνηση Μπάιντεν δεσμεύτηκε να επιβάλει ξεχωριστές κυρώσεις για καταγγελίες που αφορούσαν ειδικά τις ΗΠA, συμπεριλαμβανομένης της κυβερνοεπίθεσης εναντίον της Solar Winds και της παρέμβασης στις εκλογές.

Ο Μπάιντεν υπέγραψε διάταγμα για την ενίσχυση της προεδρικής εξουσίας για την επιβολή κυρώσεων, το οποίο το αμερικανικό υπ. Οικονομικών χρησιμοποίησε για να εκδώσει οδηγία που απαγορεύει στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ να συμμετέχουν στην πρωτογενή αγορά ομολόγων σε ρούβλι ή μη που εκδόθηκαν μετά τις 14 Ιουνίου. Η γλώσσα του διατάγματος αφήνει επίσης ανοιχτό το ενδεχόμενο για μελλοντικές κυρώσεις με στόχο τους στρατηγικούς οικονομικούς τομείς της Ρωσίας.

Το αμερικανικό υπ. Οικονομικών επέβαλε επίσης κυρώσεις σε έξι ρωσικές εταιρίες τεχνολογίας που συνδέονται με κακόβουλες δραστηριότητες στον κυβερνοχώρο, καθώς και σε 16 άτομα και 16 οντότητες που συνδέονται με τη ρωσική παρέμβαση στις εκλογές, καθώς και σε πέντε άτομα που συνδέονται με την κατοχή της Κριμαίας από τη Ρωσία. Το αμερικανικό υπ. Εξωτερικών ανακοίνωσε, επίσης, ότι απελαύνει 10 αξιωματούχους της ρωσικής πρεσβείας. Επιπλέον, ο Λευκός Οίκος χαρακτήρισε για πρώτη φορά επίσημα τη ρωσική Υπηρεσία Πληροφοριών Εξωτερικού (SVR) ως τον δράστη της κυβερνοεπίθεσης εναντίον της Solar Winds.

Οι ανακοινώσεις πυροδοτούν περαιτέρω τις εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας εν μέσω των διαφόρων συνεχιζόμενων διαφορών των δύο χωρών, συμπεριλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της πρόσφατης στρατιωτικής κλιμάκωσης στην Ανατολική Ουκρανία. Η Μόσχα και η Ουάσιγκτον αλληλοκατηγορούνται εδώ και εβδομάδες, κατηγορίες οι οποίες οφείλονται εν μέρει στον χαρακτηρισμό του Βλαντιμίρ Πούτιν ως «δολοφόνου» από τον Μπάιντεν στη διάρκεια συνέντευξης στα μέσα Μαρτίου. Εκτοτε, οι προσωπικές εντάσεις έχουν μετατραπεί σε πιο ουσιαστικές, εν μέσω σημαντικής αύξησης της βίας μεταξύ των υποστηριζόμενων από τη Ρωσία αυτονομιστών στην Ανατολική Ουκρανία και της υποστηριζόμενης από τη Δύση κυβέρνησης στο Κίεβο.

Πέρα από τις οξείες εντάσεις για την Ουκρανία, η άρνηση των ρωσικών αρχών των φυλακών να επιτρέψουν στον Ναλβάνι να έχει πρόσβαση σε εξωτερικό γιατρό, παρά την επιδείνωση της υγείας του, συνεχίζει να προκαλεί την καταδίκη της Δύσης. Οι πρόσθετες κυρώσεις των ΗΠΑ και της Ε.Ε. που συνδέονται με τη δηλητηρίαση του Ναβάλνι και τη φυλάκισή του είναι σχεδόν σίγουρες σε περίπτωση που πεθάνει στη φυλακή. Οι ΗΠΑ έχουν επίσης υποσχεθεί πρόσθετες κυρώσεις για να αποτρέψουν την ολοκλήρωση του αμφιλεγόμενου αγωγού φυσικού αερίου NordStream 2 που συνδέει τη Ρωσία με τη Γερμανία. Ακόμα και αν ο αγωγός τεθεί σε λειτουργία, η διατύπωση στο διάταγμα του Μπάιντεν θέτει τις βάσεις για την περαιτέρω στοχοποίηση ρωσικών φυσικών ή νομικών προσώπων στον ενεργειακό τομέα.

Η Μόσχα θα θεωρήσει τις νέες αμερικανικές κυρώσεις ως κλιμακούμενες, γεγονός που δικαιολογεί αμοιβαίες απαντήσεις που είναι πιθανό να λάβουν πολλαπλή συμμετρική και ασύμμετρη μορφή. Μετά τις κυρώσεις των ΗΠΑ και της Ε.Ε. τον Μάρτιο, διάφοροι ανώτεροι Ρώσοι αξιωματούχοι έχουν προειδοποιήσει ότι οι πρόσθετες αμερικανικές κυρώσεις θα προκαλέσουν την ισχυρή ρωσική αντίδραση. Λιγότερο από μία ώρα αφότου οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν τις νέες κυρώσεις τους στις 15 Απριλίου, το Κρεμλίνο κάλεσε τον Αμερικανό πρεσβευτή για μια «δύσκολη συζήτηση» και υποσχέθηκε «αναπόφευκτα» αντίποινα. Ενας εκπρόσωπος δήλωσε επίσης ότι οι νέες κυρώσεις δεν θα βοηθήσουν τις πιθανότητες για μια ενδεχόμενη σύνοδο κορυφής μεταξύ Μπάιντεν και Πούτιν.

Η Ρωσία συνήθως απαντά στις διπλωματικές απελάσεις με τακτική «οφθαλμός αντί οφθαλμού», γεγονός που υποδηλώνει ότι οι Αμερικανοί διπλωμάτες στη Μόσχα είναι πιθανό να απελαθούν. Η Μόσχα πιθανότατα θα επιβάλει πάγωμα περιουσιακών στοιχείων και ταξιδιωτικές απαγορεύσεις σε αμερικανικά φυσικά και νομικά πρόσωπα, μιμούμενη εκείνες που επέβαλαν οι ΗΠΑ. Επιπλέον, το Κρεμλίνο θα χρησιμοποιήσει πιθανότατα τον αμφιλεγόμενο νόμο περί «ξένων πρακτόρων» για να περιορίσει περαιτέρω τις δραστηριότητες των υπαλλήλων των ΜΜΕ χρηματοδοτούμενων από τις ΗΠΑ που συνδέονται με το Radio Free Europe/Radio Liberty.

Ενέργειες με στόχο αμερικανικές εμπορικές οντότητες είναι επίσης πιθανές, με βάση την πεποίθηση του Κρεμλίνου ότι οι πρόσφατες αμερικανικές κυρώσεις ξεπερνούν τις παραδοσιακές κυρώσεις σε ρωσικά κυβερνητικά στελέχη και περιλαμβάνουν οικονομικά συμφέροντα. Η Ρωσία ενδέχεται να κλιμακώσει τη στοχοποίηση αμερικανικών εταιριών κοινωνικής δικτύωσης ή/και να παρέμβει στις τοπικές δραστηριότητες αμερικανικών επιχειρήσεων. Θα μπορούσε επίσης να επιβάλει περιορισμούς σε Ρώσους ιδιώτες, εταιρίες και κρατικές επιχειρήσεις που συναλλάσσονται με αμερικανικές εταιρίες ή πραγματοποιούν επενδύσεις στις αμερικανικές χρηματοπιστωτικές αγορές.

Πιο επιθετικά, η Ρωσία θα μπορούσε να αναλάβει δράση στον τομέα της ασφάλειας. Οι ΗΠΑ είχαν υποσχεθεί να συνδυάσουν τον τελευταίο γύρο κυρώσεων με τις κυβερνοεπιθέσεις που θα γίνονταν αντιληπτές από τους Ρώσους ηγέτες, αλλά όχι από το ευρύ κοινό, γεγονός που υποδηλώνει ότι το Κρεμλίνο μπορεί να πιστεύει ότι είναι δικαιολογημένο να λάβει παρόμοια μέτρα, ίσως εναντίον αμερικανικών εταιριών. Η Ρωσία μπορεί επίσης να εκμεταλλευτεί τις συνεχιζόμενες εντάσεις στην Ανατολική Ουκρανία για να παρατείνει τη στρατιωτική της ανάπτυξη κατά μήκος των συνόρων ή να παράσχει πρόσθετη στρατιωτική υποστήριξη στους αυτονομιστές. Θα μπορούσε επίσης να επιδείξει την επιρροή της και σε άλλες αμφισβητούμενες περιοχές, μεταξύ άλλων διεξάγοντας προκλητικές επιχειρήσεις κοντά στις αμερικανικές δυνάμεις στην Αρκτική, τη Συρία ή αλλού.