Η νίκη των Ταλιμπάν δεν έμεινε ασχολίαστη από επιφανείς τζιχαντιστές κληρικούς και εξτρεμιστικές οργανώσεις εντός και εκτός του Αφγανιστάν.

«Είκοσι χρόνια πριν, ο Τζορτζ Μπους κήρυξε το τέλος των Ταλιμπάν. Οι Ταλιμπάν όμως έδειξαν υπομονή και έκαναν τζιχάντ», έγραψε στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης ο Αμπντούλ Ραζάκ Αλ-Μαχντί, ένας επιφανής τζιχαντιστής κληρικός που συμμετέχει ενεργά στον πόλεμο της Συρίας, αντιτιθέμενος στη συριακή κυβέρνηση. «Άνδρες της Συρίας, βασιστείτε στον Θεό, ενωθείτε και ακολουθήστε το παράδειγμα των Ταλιμπάν».

Το μήνυμα του Αλ-Μαχντί είναι ενδεικτικό της έμπνευσης που προσφέρει η νίκη των Ταλιμπάν για εξτρεμιστικές, ισλαμιστικές ομάδες και τάσεις ανά τον κόσμο. Είτε πρόκειται για ομάδες σχετιζόμενες με την Αλ-Κάιντα, που δραστηριοποιούνται σε χώρες όπως το Μάλι και η Σομαλία, είτε για εξτρεμιστικές φράξιες που ενεργούν στα εδάφη του Ιράκ, της Συρίας και της Υεμένης, ο θρίαμβος των Ταλιμπάν «αποτελεί την πιο σημαντική ενίσχυση του παγκόσμιου τζιχαντιστικού κινήματος από την 11η Σεπτεμβρίου και έπειτα», όπως σχολιάζει η Ρίτα Κατς, ιδρύτρια του SITE Intelligence Group, μιας αμερικανικής ΜΚΟ που παρακολουθεί τη διαδικτυακή δραστηριότητα τζιχαντιστικών οργανώσεων.

«Απ’ άκρη σ’ άκρη του κινήματος, ειδικά μεταξύ όσων πάντα υποστήριζαν τους Ταλιμπάν και την Αλ- Κάιντα, η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν και η επακόλουθη κατάληψη της χώρας από τους Ταλιμπάν θεωρείται ως μια αναβίωση του τζιχάντ που ξεκίνησε ο Οσάμα μπιν Λάντεν», προσθέτει η Κατς.

«Το “μοντέλο” των Ταλιμπάν θεωρείται παράδειγμα προς μίμηση», συμπληρώνει ο Αΐμέν Τζαγουάντ αλ- Ταμίμι, ειδικός σε θέματα εθνικής ασφάλειας από το Πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσιγκτον των ΗΠΑ. «Το παράδειγμά τους έδειξε και στους υπόλοιπους πως, όταν δεν σταματάς με τίποτα την μάχη, ο εχθρός σου τελικά καταρρέει και οι ξένες δυνάμεις που τον υποστήριζαν αποχωρούν».

Πράγματι, η «κατάρρευση» του «εχθρού», στην συγκεκριμένη περίπτωση, υπήρξε εντυπωσιακή. Μέσα σε περίπου μια εβδομάδα, οι Ταλιμπάν κατάφεραν να ανατρέψουν μια στάσιμη κατάσταση ετών, κατά την οποία οι ίδιοι ήλεγχαν μεγάλο μέρος της αφγανικής επαρχίας, ενώ η κυβέρνηση του Αφγανιστάν είχε τον έλεγχο τριαντατεσσάρων σημαντικών περιφερειών της χώρας και αστικών κέντρων όπως η Καμπούλ και το Κανταχάρ.

Ειδικοί επισημαίνουν πως, στο παρελθόν, η Αλ- Κάιντα επίσης ήλεγχε αντίστοιχου μεγέθους εκτάσεις στη Συρία και την Υεμένη, ενώ το Ισλαμικό Κράτος, στο ζενίθ του, είχε υπό τον έλεγχό του το 1/3 του Ιράκ και της Συρίας. Η κατάληψη, ωστόσο, ολόκληρου του Αφγανιστάν από μεριάς των Ταλιμπάν αποτελεί ένα πρωτοφανές επίτευγμα, κατά το οποίο μια τζιχαντιστική ομάδα αναλαμβάνει τα ηνία ενός ολόκληρου κράτους, με πληθυσμό 38 εκατ. ανθρώπων.

«Από άποψη μεγέθους και βαθμού ελέγχου, η νίκη τους δεν έχει προηγούμενο. Οι Ταλιμπάν πλέον ελέγχουν περισσότερα απ’ όσα ήλεγχαν το 1996-2001», λέει ο αλ-Ταμίμι. Πράγματι, οι Ταλιμπάν μπορούν να είναι πλέον «υπερήφανοι» για το γεγονός ότι κυριαρχούν σε μια χώρα- «κόμβο» ανάμεσα σε άλλες έξι, όπως το Πακιστάν, το Ιράν και η Κίνα, καθώς και για την απόλυτη και ανεμπόδιστη πρόσβαση που απέκτησαν σε πηγές χρηματοδότησης όπως τα ορυκτά του Αφγανιστάν και το εμπόριο παράνομων ναρκωτικών όπως το όπιο και το χασίς.

Αντιμετωπίζοντας και υπερνικώντας τον εξαντλημένο, υποχρηματοδοτούμενο και κατακερματισμένο αφγανικό στρατό, οι Ταλιμπάν έχουν πλέον στα χέρια τους εξοπλισμό αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, όπως τουφέκια Μ-16, ολμοβόλα, αντιαεροπορικά πυροβόλα, τεθωρακισμένα, ακόμα και μια μικρή στρατιά από ελαφρά ελικοφόρα επιθετικά αεροσκάφη και ελικόπτερα τύπου Black Hawk. Η λεία αυτή ξεπερνά σε μέγεθος και σημασία το «πλιάτσικο» του Ισλαμικού Κράτους κατά του ιρακινού στρατού το 2014, προτού το Ισλαμικό Κράτος καταλάβει το 1/3 του Ιράκ και της Συρίας.

Σύμφωνα με τον Καλιφορνέζο αναλυτή Ασφαντιάρ Μιρ, οι υλικές κατακτήσεις των Ταλιμπάν ενδέχεται να ανοίξουν τον δρόμο για στρατολόγηση μαχητών πέρα από τα σύνορα του Αφγανιστάν, όπως είχε συμβεί και στην περίπτωση του Ισλαμικού Κράτους. Ως τώρα, οι εξωτερικές πιέσεις που δέχονταν από τις ΗΠΑ και άλλες δυνάμεις, αλλά και οι εσωτερικές διασπάσεις της Αλ-Κάιντα είχαν αναχαιτίσει το ρεύμα στρατολόγησης και οικονομικής υποστήριξης των Ταλιμπάν.

«Τώρα, το παιχνίδι αυτό ξαναρχίζει. Θα υπάρξουν ξένοι μαχητές, από την ευρύτερη περιοχή αλλά και από τη Δύση, που θα θελήσουν να συστρατευθούν με αυτές τις ομάδες- όχι μόνο στο Αφγανιστάν, αλλά και σε άλλες περιοχές του κόσμου», λέει ο Μιρ. Στη Δύση, αυξάνονται οι ανησυχίες γύρω από την πιθανότητα το Αφγανιστάν να επιστρέψει στην κατάσταση όπου βρισκόταν πριν το 2001, όταν, μετά από δεκαετίες πολέμου, η χώρα μετετράπη σε πρόσφορο έδαφος για τη «φιλοξενία» οργανώσεων όπως η Αλ-Κάιντα.

«Οι σύμμαχοι και οι εταίροι του ΝΑΤΟ μπήκαν στο Αφγανιστάν μετά την 11/9 για να αποτρέψουν τη χώρα από το να καταστεί ένα “ασφαλές λιμάνι” για διεθνείς τρομοκράτες που θα ήθελαν να μας επιτεθούν», σχολίασε πρόσφατα ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γιενς Στόλτενμπεργκ. «Αυτοί που αναλαμβάνουν πλέον την εξουσία έχουν ευθύνη, ώστε οι διεθνείς τρομοκράτες να μην κερδίσουν ξανά έδαφος. Ο κόσμος παρακολουθεί και πρέπει να συνεχίζει να υποστηρίζει ένα σταθερό και ειρηνικό Αφγανιστάν».

Οι Ταλιμπάν- οι οποίοι κάποτε είχαν δώσει άσυλο στον Μπιν Λάντεν- ανακοίνωσαν από μεριάς τους ότι δεν θα επιτρέψουν το να γίνει το Αφγανιστάν η βάση για οποιαδήποτε επίθεση. «Οι ξένοι που θέλουν να βλάψουν ή να απειλήσουν την ασφάλεια άλλων χωρών δεν έχουν χώρο στο Αφγανιστάν», είπε ο εκπρόσωπος των Ταλιμπάν, Ζαμπιχουλάχ Μουτζαχίντ, μιλώντας πρόσφατα στην Καμπούλ.

Παρόλα αυτά, μια πρόσφατη αναφορά των Ηνωμένων Εθνών θέλει την Αλ- Κάιντα να διατηρεί ισχυρή παρουσία στη χώρα, μετρώντας 8.000-10.000 μαχητές στο εσωτερικό της. Παρόλο που το τζιχάντ του Αφγανιστάν υπήρξε πάντα πιο «εσωστρεφές» και τοπικιστικό, μοιράζεται, σύμφωνα με τον Μιρ, μια κοινή ιδεολογική βάση με αυτές τις ομάδες. Μόνον κάποιοι ιδιαίτερα «σκληροπυρηνικοί» μαχητές μέσα από τις τάξεις της Αλ-Κάιντα αντιτίθενται στην εξωτερική πολιτική των Ταλιμπάν, οι οποίοι έχουν ήδη στείλει μηνύματα «φιλίας» σε ξένες δυνάμεις, όπως η Κίνα. Οι ίδιοι «σκληροπυρηνικοί» φέρονται να μην έχουν δει με «καλό μάτι» τις εξαγγελίες των Ταλιμπάν περί συμπερίληψης των γυναικών στην εξουσία και την εκπαίδευση.

Όσον αφορά το Ισλαμικό Κράτος, αυτό ξεχωρίζει ανάμεσα σε άλλες εξτρεμιστικές ομάδες ως η μοναδική ισλαμιστική οργάνωση που βλέπει τους Ταλιμπάν σαν εχθρούς του, αποκαλώντας τους «αποστάτες» και διεξάγοντας μικρής κλίμακας επιθέσεις εις βάρος τους. Οι υποστηρικτές του Ισλαμικού κράτους θεωρούν τους Ταλιμπάν «πράκτορες των ΗΠΑ» οι οποίοι ανέλαβαν αναίμακτα την εξουσία στο Αφγανιστάν μέσω μιας πολιτικής συμφωνίας με τους Αμερικανούς. Από μεριάς τους, οι Ταλιμπάν είναι απίθανο να επιδιώξουν εκεχειρία ή και συνεργασία με το Ισλαμικό Κράτος, καθώς δεν το έχουν ανάγκη. Ως ώρας, το Ι.Κ. στο Αφγανιστάν αποτελεί μια πολύ μικρότερη δύναμη, με περιορισμένους πόρους.

Ο ηγέτης του Hay’at Tahrir Al-Sham, Αμπού Μαρίγια αλ- Καχτανί, συγχαίρει τους Ταλιμπάν για την νίκη τους, ισχυριζόμενος πως πρόκειται για μια νίκη των «Μουσουλμάνων, των Σουνιτών και όλων των καταπιεσμένων». Το Hay’at Tahrir Al-Sham (HTS) αποτελεί μια εξτρεμιστική σουνιτική οργάνωση που δραστηριοποιείται στη Συρία, για τις ομοιότητες της οποίας με τους Ταλιμπάν υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση. Υποστηρικτές της Αλ-Κάιντα θεωρούν το HTS μια «ξεπουλημένη» ομάδα που έχει «γυρίσει την πλάτη της στο τζιχάντ». Οι υποστηρικτές του HTS κατακρίνουν την Αλ-Κάιντα για το γεγονός ότι, ενώ στηρίζει σε μεγάλο βαθμό τους Ταλιμπάν, καταδικάζει τους ίδιους όταν προβαίνουν σε κινήσεις παρόμοιες με αυτές των Ταλιμπάν, όπως το να διαβεβαιώνουν τους Δυτικούς ότι δεν θα στοχοποιήσουν τις χώρες τους.

Σε κάθε περίπτωση, ο Μιρ θεωρεί ότι, ακόμη και αν οι Ταλιμπάν αποτρέψουν το Αφγανιστάν από το να καταστεί θέατρο επιθέσεων, το γεγονός ότι πλέον αποτελεί ένα «ασφαλές καταφύγιο» για εξτρεμιστές- συμπεριλαμβανομένων των φυγάδων Ταλιμπάν που επιστρέφουν σωρηδόν στη χώρα- θα κάνει και άλλες ομάδες, όπως την Αλ- Κάιντα, να αισθανθούν ασφαλέστερες στο εσωτερικό του και να αναζωπυρώσουν την επιθετική τους συμπεριφορά.

«Η νίκη των Ταλιμπάν και η ενίσχυση του τζιχαντιστικού κινήματος, σε συνδυασμό με την έλλειψη αντιτρομοκρατικής δράσης και πιέσεων σε ένα θέατρο επιχειρήσεων όπως το Αφγανιστάν, δίνει μια μοναδική ευκαιρία στις ομάδες αυτές ώστε να ενισχύσουν και να παραλλάξουν τις επιχειρήσεις και τον γενικότερο τρόπο δράσης τους».