Έκκληση στα προοδευτικά κόμματα να πάρουν θέση στην πρόταση Τσίπρα για την διαφάνεια στα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, απευθύνει με ανακοίνωσή του ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Συγκεκριμένα καλεί τα κόμματα του προοδευτικού χώρου «να στηρίξουν την πρόταση του Αλέξη Τσίπρα, βάσει του άρθρου 118 του Κανονισμού της Βουλής, για τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής με την προσθήκη σχετικής διάταξης στο άρθρο 44 που θα προβλέπει τη σύσταση «Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Διαβούλευσης και Λογοδοσίας για τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και για το ΕΣΠΑ 2021-2027».

Ακολούθως προσθέτει: «Σε μια στιγμή που η Δεξιά επιλέγει ξανά το δρόμο της αδιαφάνειας και της διασπάθισης του δημόσιου χρήματος, είναι καιρός να πάρουν όλοι θέση. Θα στηρίξουν τη διαφάνεια ή θα ανεχτούν την αδιαφάνεια; Θα επιλέξουν το δρόμο της υπευθυνότητας ή των μικροκομματικών σκοπιμοτήτων; Θα προτάξουν το δημόσιο συμφέρον ή θα κλείσουν το μάτι στις λίγες επιχειρηματικές οικογένειες που περιμένουν να μοιραστούν τα κονδύλια;».

Εξηγώντας την θέση του ο ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει στην ανακοίνωσή του: «Αφού ο κ. Τασούλας καθυστέρησε τέσσερις μήνες να φέρει στη Βουλή την πρόταση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξη Τσίπρα, για τη σύσταση κοινοβουλευτικής επιτροπής διαβούλευσης και λογοδοσίας για τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ 2021-2027, τελικά η Ν.Δ. αποφάσισε να την απορρίψει. Προφανώς αυτή την απόφαση την είχαν λάβει από την πρώτη στιγμή που κατατέθηκε η συγκεκριμένη πρόταση. Η σπουδή όμως του κ. Τασούλα να τη φέρει τέλη Ιουλίου εν κρυπτώ δείχνει ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη κάνει τα αδύνατα δυνατά για να περάσει στα ψιλά η στάση της, για την οποία δεν υπάρχουν και πολλά επιχειρήματα να υποστηρίξει».

Κλείνοντας υποστηρίζει: «Σε μια περίοδο που η ελληνική οικονομία και η πλειοψηφία των πολιτών στενάζουν από το πρωτοφανές κύμα ακρίβειας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δηλώνει ότι δεν επιθυμεί τη διαφάνεια στη διαχείριση των πόρων, διότι τους προορίζει για τις λίγες μεγάλες επιχειρηματικές οικογένειες της χώρας. Δεν επιθυμεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη να υπάρξουν εγγυήσεις για την ασφαλή, κοινωνικά δίκαιη και εθνικά επωφελή αξιοποίησή τους, ειδικά όταν αυτά τα ευρωπαϊκά προγράμματα υπερβαίνουν τη θητεία μίας κυβέρνησης και αντίστοιχες πρωτοβουλίες έχουν υπάρξει και σε επίπεδο ευρωπαϊκού κοινοβουλίου και θεωρούνται «καλή πρακτική»».