Σε… εφιάλτη εξελίχθηκε για πολλούς Eλληνες το όνειρο της ιδιοκατοίκησης, τα ποσοστά της οποίας «ροκάνισε» η οικονομική κρίση.

Πιο αναλυτικά, όπως προκύπτει από ειδική μελέτη της Alpha Bank, στην οποία παρουσιάζονται τα βασικά χαρακτηριστικά της εγχώριας αγοράς ακινήτων, το διάστημα 2010 – 2018 το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης υποχώρησε από 77,2% σε 73,5%. «Ο αντίστοιχος μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Eνωσης των 19 (66,2%) υπολείπεται σε σχέση με αυτόν της Ελλάδας, αλλά και άλλων χωρών της Νότιας Ευρώπης, όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Κύπρος. Σε σχέση με το 2010, ωστόσο, αυτός παρέμεινε σχετικά σταθερός (66,8%)», σημειώνεται χαρακτηριστικά και προστίθεται: «Στον αντίποδα, το ποσοστό του πληθυσμού που μισθώνει ακίνητα αυξήθηκε από 22,8% το 2010 σε 26,5% το 2018».

Σύμφωνα με τους ερευνητές της Alpha Bank, έως και το 2010 οι επαναλαμβανόμενοι φόροι στην ακίνητη περιουσία ως ποσοστό του ΑΕΠ κυμαίνονταν από 0,8% έως 1%, κοντά, δηλαδή, στα μέσα επίπεδα της Ε.Ε.-19 (0,9% – 1,1%). «Από το 2011 το μερίδιο αυτό αυξήθηκε σημαντικά – από 1,9% το 2011 σε 2,7% το 2013 – και παρέμεινε σε γενικές γραμμές κοντά σε αυτά τα επίπεδα μέχρι το 2017, πολύ πάνω από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο (1,2% το 2011 και 1,3% το 2013)», σχολιάζουν οι αναλυτές. Oσον αφορά στη… συνεισφορά των φόρων στην ακίνητη περιουσία στα φορολογικά έσοδα, αυτή «άγγιξε» το 8,3% το 2017 έναντι 6% το 2010.

Ανάκαμψη

Την άποψη πως η ανοδική τάση των τιμών των οικιστικών ακινήτων (7,4% σε ετήσια βάση) αναμένεται να διατηρηθεί εκφράζει η Alpha Bank, στηριζόμενη στην ελαφρύτερη φορολογική επιβάρυνση της ακίνητης περιουσίας μετά την πρόσφατη μεταβολή του φορολογικού πλαισίου, καθώς και στις ευνοϊκές συνθήκες που επικρατούν στην ελληνική οικονομία. «Η ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων, η οποία δεν υποστηρίζεται προς στιγμήν από την πιστωτική επέκταση προς τα νοικοκυριά, αναμένεται με τη σειρά της να οδηγήσει: α) στη βελτίωση των προσδοκιών των επενδυτών για αύξηση των κερδών τους και στη βελτίωση της κεφαλαιακής θέσης των πιστωτικών ιδρυμάτων, μέσω της αύξησης της αξίας των ακινήτων, που έχουν στην κατοχή τους ή/και μέσω της θετικής επίπτωσής τους στο χαρτοφυλάκιο των μη εξυπηρετούμενων δανείων και β) στην περαιτέρω ενίσχυση των επενδύσεων σε κατοικίες, οι οποίες διαχρονικά συνδέονται θετικά με τις τιμές των κατοικιών, συμβάλλοντας στην επιτάχυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης», εξηγεί.

Αξίζει να αναφερθεί πως οι καθαρές εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό για αγορές ακινήτων στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 172,1% το 2018, «αγγίζοντας» το 1,1 δισ. ευρώ έναντι 414,7 εκατ. ευρώ το 2017, ενώ το πρώτο εξάμηνο του 2019 αυξήθηκαν κατά 94,6%, φθάνοντας τα 736,6 εκατ. ευρώ από 378,5 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2018.

Airbnb

Η Alpha Bank στην ανάλυσή της περιγράφει και τα χαρακτηριστικά εκείνα που καθιστούν τις βραχυχρόνιες μισθώσεις τύπου Airbnb ελκυστικές στη χώρα μας. Ειδικότερα:

* Εχουν υψηλότερες και πιο άμεσες αποδόσεις, με σχεδόν μηδενικό ρίσκο αθέτησης σε σχέση με τα μακρο-ενοικιαστήρια.

* Δίνουν τη δυνατότητα στους ιδιοκτήτες να αξιοποιήσουν τις εξοχικές κατοικίες, τα έξοδα των οποίων συνεχίζουν να «τρέχουν» ανεξαρτήτως του βαθμού χρήσης από τους ίδιους.

* Σκιώδης οικονομία: Τα έξοδα ανακαίνισης και συντήρησης είναι χαμηλότερα στην Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές αγορές (99,47 με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή 2016 – 2018 έναντι 102.77 στην Ε.Ε.). Το γεγονός, ωστόσο, ότι οι περισσότεροι χρήστες αυτών των πλατφορμών βάζουν προσωπική εργασία, σε συνδυασμό με την υψηλή φοροδιαφυγή, η οποία μειώνει το πραγματικό κόστος αυτών των υπηρεσιών συντήρησης, δημιουργούν κίνητρα για περαιτέρω ανάπτυξη των βραχυπρόθεσμων μισθώσεων.