Αντοχές και για τον Μάρτιο έδειξαν τα φορολογικά έσοδα, παρά την παράταση του lockdown, με το πρωτογενές έλλειμμα για το πρώτο τρίμηνο του 2021 να διαμορφώνεται στα 3,4 δισ. ευρώ, μικρότερο κατά 1 δισ. ευρώ από το στόχο του Προϋπολογισμού για έλλειμμα 4,3 δισ. ευρώ.

Ειδικότερα, τα φορολογικά έσοδα τον Μάρτιο ήταν μειωμένα κατά 391 εκατ. ευρώ ή 11,8% σε σύγκριση με τους στόχους που είχαν τεθεί στον Προϋπολογισμό, αλλά μόνο λόγω της χρονικής μετάθεσης κατά ένα μήνα της πληρωμής του μερίσματος, ύψους 461 εκατ. ευρώ, της ΤτΕ. Αν το μέρισμα είχε καταβληθεί τον Μάρτιο, όπως ήταν προγραμματισμένο, τα φορολογικά έσοδα θα ήταν αυξημένα κατά περίπου 70 εκατ. ευρώ.

Εντός στόχων παρά το lockdown

Σχολιάζοντας την εξέλιξη, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης, τόνισε ότι τα αμιγώς φορολογικά έσοδα για τον μήνα Μάρτιο που η χώρα βρισκόταν σε lockdown είναι εντός των προβλέψεων. Οπως είπε, η εξέλιξη αυτή -παρά το μη προβλεπόμενο στον Προϋπολογισμό lockdown των τελευταίων μηνών- οφείλεται πιθανότατα στην καλύτερη του αναμενομένου αντίδραση της οικονομίας, τόσο στη διάρκεια των επαναλαμβανόμενων lockdowns του 2021 όσο και στο τελευταίο τρίμηνο του 2020.

Σημειώνεται ότι οι προβλέψεις εσόδων του Προϋπολογισμού στηρίχθηκαν στην υπόθεση σημαντικά μεγαλύτερης ύφεσης κατά τη διάρκεια του τέταρτου τριμήνου του 2020 σε σχέση με αυτή που τελικά διαπίστωσε η ΕΛ.ΣΤΑΤ.

Ταμείο…

Σε επίπεδο τριμήνου, το ύψος των καθαρών εσόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού ανήλθε σε 11.497 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 669 εκατ. ευρώ ή 5,5% έναντι της εκτίμησης για το αντίστοιχο διάστημα που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2021. Τα συνολικά έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού ανήλθαν σε 12.481 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 733 εκατ. ευρώ ή 5,5% έναντι του στόχου.

Τα έσοδα από φόρους ανήλθαν σε 10.542 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 326 εκατ. ευρώ ή 3,0% έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2021. Οι επιστροφές εσόδων ανήλθαν σε 983 εκατ. ευρώ, μειωμένες κατά 64 εκατ. ευρώ από το στόχο (1.047 εκατ. ευρώ).

Δαπάνες

Οι δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισμού για την περίοδο του Ιανουαρίου – Μαρτίου 2021 ανήλθαν στα 17.222 εκατ. ευρώ και παρουσιάζονται μειωμένες κατά 1.549 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου (18.771 εκατ. ευρώ). Το μεγαλύτερο μέρος της υστέρησης αφορά το γεγονός ότι η επιστρεπτέα 6 που υπολογιζόταν ότι θα διαθέσει συνολικά 1,5 δισ. ευρώ τον Φεβρουάριο έσπασε σε δύο κομμάτια, από τα οποία τα 500 εκατ. ευρώ δόθηκαν τον Φεβρουάριο ενώ το υπόλοιπο 1 δισ. θα δοθεί στο τέλος Απριλίου.

Υπό προϋποθέσεις

Στο μεταξύ, χθες αρμόδια πηγή του ΥΠΟΙΚ άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο για κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης από το 2023 αν η οικονομία ανακάμψει όσο προβλέπουν η Ελλάδα και οι υπόλοιποι διεθνείς οργανισμοί που παρακολουθούν την οικονομία.

Ηδη ο πρωθυπουργός έχει ανακοινώσει την επανάληψη της αναστολής της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για τα εισοδήματα του ιδιωτικού τομέα και το 2022, αλλά και πάλι ως έκτακτο μέτρο αφού όσο διατηρείται η δημοσιονομική ευελιξία απαγορεύονται τα μόνιμα μέτρα.

Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, η επέκταση του μέτρου της αναστολής της εισφοράς αλληλεγγύης για τον δημόσιο τομέα και τους συνταξιούχους για το 2022 θεωρείται ότι δύσκολη. Ωστόσο, η κατάργηση του μέτρου από το 2023, σύμφωνα με πηγή του ΥΠΟΙΚ, θα εξαρτηθεί και από την πορεία της οικονομίας και τον δημοσιονομικό χώρο που θα υπάρχει ώστε να μπορεί να ενσωματωθεί στους Προϋπολογισμούς των επόμενων χρόνων.

Παραμένει βιώσιμο το ελληνικό χρέος

Τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους επικυρώνει με άρθρο του επικεφαλής οικονομολόγος του ESM, Ρολφ Στράουχ.

Ο κ. Στράουχ σημειώνει ότι η Ελλάδα προχώρησε πολύ τη δεκαετία μετά την κρίση χρέους της, αποκαθιστώντας τα δημόσια οικονομικά, ανακτώντας την εμπιστοσύνη των αγορών, ενισχύοντας τον τραπεζικό τομέα και βελτιώνοντας την οικονομική ανταγωνιστικότητά της. «Αν και το οικονομικό βάρος της τρέχουσας πανδημίας αύξησε τα επίπεδα χρέους και τους μακροπρόθεσμους κινδύνους, δεν υφίσταται μία νέα κρίση χρέους».

Τόσο ο Προϋπολογισμός όσο και το χρέος της Ελλάδας, προσθέτει ο Στράουχ, φαίνονται σήμερα να είναι άνετα διαχειρίσιμα τα επόμενα χρόνια. Σε ό,τι αφορά μελλοντικούς κινδύνους από διακύμανση επιτοκίων, χαμηλότερη ανάπτυξη, τονίζει ότι η επόμενη πρόκληση της Ελλάδας είναι να πετύχει και να διατηρήσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις ώστε να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της.