Σε ταραχώδη περίοδο ως τη διεξαγωγή του συνεδρίου τον ερχόμενο Νοέμβριο εισέρχεται το Κίνημα Αλλαγής, μετά την απόφαση της Φώφης Γεννηματά να παύσει από τη θέση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου τον Ανδρέα Λοβέρδο και να ορίσει νέους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους τους Κώστα Σκανδαλίδη και τον Μιχάλη Κατρίνη.

«Με απόφαση της προέδρου του Κινήματος Αλλαγής Φώφης Γεννηματά, ως κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Κινήματος Αλλαγής, σύμφωνα με το άρθρο 17 του Κανονισμού της Βουλής, ορίζονται, κατά σειρά, οι βουλευτές Κώστας Σκανδαλίδης και Μιχάλης Κατρίνης», έγραφε η λιτή ανακοίνωση της Χαριλάου Τρικούπη, ενώ από τις διαρροές φάνηκε ότι οι συνεργάτες της προέδρου δεν ήθελαν να δώσουν συνέχεια.

Μιλούσαν για προσωπική απόφαση της κ. Γεννηματά και προσέθεταν ότι ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος θα πρέπει να εκφράζει τη γενική στρατηγική του Κινήματος Αλλαγής.

«Την ευχαριστώ»

«Η αντικατάστασή μου ως κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του Κινήματος Αλλαγής υπήρξε επιλογή και απόφαση της προέδρου κ. Φ. Γεννηματά, την οποία και ευχαριστώ για τη δυνατότητα που μου παρείχε να εκπροσωπώ στη Βουλή το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής επί πεντέμισι έτη», απάντησε ο Ανδρέας Λοβέρδος, ο οποίος ούτε από την πλευρά του θέλησε να οξύνει τα πνεύματα. Τουλάχιστον σε αυτή τη φάση.

Ο κ. Λοβέρδος ωστόσο έχει ήδη ανακοινώσει την υποψηφιότητά του για την προεδρία του Κινήματος Αλλαγής, ενώ έχει ήδη διαφωνήσει δημοσίως με τη Φώφη Γεννηματά για το τι σημαίνει προοδευτική διακυβέρνηση, για την οποία έχει μιλήσει η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής εντός και εκτός Βουλής, προκαλώντας ,τότε, τα θετικά σχόλια του κ. Τσίπρα.

«Θα είμαι απολύτως σαφής και θα ξεκαθαρίσω ότι σε καμία μορφή προοδευτικής διακυβέρνησης δεν έχει θέση η πολιτική παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ», είχε πει ο κ. Λοβέρδος.

Το Κίνημα Αλλαγής έχει εγκλωβιστεί για άλλη μία φορά. Παρά τα μεγάλα λόγια περί αυτόνομης πορείας και ίσων αποστάσεων, δείχνει να αποδέχεται αυτό που του καταλογίζουν. Οτι έχει ρόλο στο πολιτικό σκηνικό μόνο ως συμπληρωματική δύναμη. Και η κατεύθυνση που θα τραβήξει, δηλαδή προς τη Ν.Δ. ή προς τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι και το ζήτημα του διχασμού.