Τον Σαλβαντόρ Νταλί τον γνώριζα ως μεγάλο όνομα της μοντέρνας τέχνης. Γνώριζα το ταλέντο του, την ευφυΐα και τις γεμάτες συμβολισμό προκλητικές του δηλώσεις και δράσεις. Από κάποια στιγμή όμως κι έπειτα, άρχισα να «ζω» μαζί του, λες και γνωριζόμασταν πραγματικά, προσωπικά. Πώς συνέβη αυτό; Ηταν στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν είχα ήδη οριστικοποιήσει την συνεργασία μου με τη μεγάλη γαλλική εφημερίδα «Liberation».

davetasΓράφει ο Δημοσθένης Δαββέτας

Κάθε μέρα μαζευόμασταν στο γραφείο και συζητούσαμε για την ύλη που θα δημοσιεύαμε την επομένη. Είχα λοιπόν ετοιμάσει μια μεγάλη για δημοσίευση συζήτηση με τον από τότε σπουδαίο Βερολινέζο ζωγράφο Georg Baselitz. Την είχα διορθώσει και την είχα δώσει έτοιμη να δημοσιευτεί. Προς μεγάλη μου έκπληξη ο υπεύθυνος με ενημέρωσε ότι ενδεχομένως το άρθρο μου να καθυστερήσει γιατί περίμεναν από ώρα σε ώρα το θάνατο του Σαλβαντόρ Νταλί.

Εξεπλάγην αρχικά και ρώτησα τι συνέβαινε. Μου είπαν ότι ήταν άρρωστος και δεν θα άντεχε η καρδιά του. Είχαν λοιπόν προετοιμάσει ένα ολόκληρο ένθετο που θα το δημοσίευαν αμέσως μετά την αναγγελία του θανάτου του. Μου ζήτησαν μάλιστα κι εγώ να γράψω κάτι μικρό ως προς τη σχέση του Νταλί με τους ποιητές και τη μόδα. Εγραψα λοιπόν για τη σχέση του με τη σπουδαία σχεδιάστρια μόδας Ελσα Σκιαπαρέλι και για την επίδραση που είχε ο σπουδαίος Νταλί στο έργο της κατά την περίοδο του σουρεαλισμού. Ο θάνατος του εκκεντρικού Σαλβαντόρ δεν ανακοινώθηκε όπως όλοι πίστευαν. Το ίδιο και τις επόμενες μέρες και εβδομάδες. Κανένα από τα πολιτιστικά μας άρθρα δεν ήταν βέβαιο ότι θα δημοσιευόταν την επομένη, γιατί προτεραιότητα είχε ο επερχόμενος θάνατος του Σαλβαντόρ Νταλί. Αυτό όμως δεν συνέβαινε. Οι μέρες και οι εβδομάδες περνούσαν και όλη η εφημερίδα ζούσε στον αστερισμό της επιθανάτιας δημόσιας ανακοίνωσης του μεγάλου Ισπανού ζωγράφου.

Αντί όμως να έρθει αυτή, σχεδόν καθημερινά έβγαινε η τότε διάσημη τραγουδίστρια Αμάντα Λιρ (πρώην άνδρας), η οποία και ανακοίνωνε ότι έβλεπε καθημερινά τον Νταλί (άλλωστε ήταν στενοί φίλοι) κι ότι ήταν πολύ καλά στην υγεία του. Ενα μεγάλο κομφούζιο, γεμάτο ερωτηματικά ανάμεσα στο μύθο και την πραγματικότητα, είχε τυλίξει το γεγονός της ασθένειας του σπουδαίου Νταλί. Καθημερινά πηγαίναμε για κάποιους μήνες στην εφημερίδα και περιμέναμε την ανακοίνωση του θανάτου του. Ζούσαμε με τον «άρρωστο» Νταλί στο μυαλό μας. Ειδικά εγώ τον έβλεπα και στον ύπνο μου, μιας και όσο περνούσε ο χρόνος η περιέργειά μου με ωθούσε στο να μαθαίνω όλο και περισσότερα πράγματα για το έργο και τη ζωή του. Κάποια στιγμή δεν είχε πια σημασία η ανακοίνωση ή όχι του θανάτου του. Στο μυαλό μου (μας) ο Ισπανός ζωγράφος ήταν ήδη μια Ιστορία, του οποίου το φυσικό τέλος ήταν πλέον ένα ασήμαντο απλό γεγονός. Ο Νταλί ζούσε ως αθάνατος. Ως ιστορία κι ως παρόν. Η απουσία του σώματός του με (μας) άφηνε αδιάφορο (ους). Φοβερό συναίσθημα. Μιλούσαν όλοι για τον Νταλί ως διαρκές παρόν που εμπεριείχε παρελθόν, παρόν και μέλλον ταυτόχρονα.

Πήρε τις διαστάσεις ενός ζωντανού θρύλου ακόμη κι όταν μήνες αργότερα πέθανε. Είχα και είχαμε τόσο ζήσει όλοι μας μαζί του, με τα έργα και τη ζωή του, ώστε είχε γίνει ο ίδιος μέρος της καθημερινότητάς μας. Οταν μετά από καιρό πέθανε, το γεγονός μας συγκίνησε λιγότερο. Το μυαλό μας τον είχε ήδη από καιρό «πεθάνει» και ανακηρύξει ως έναν από τους μεγάλους και κορυφαίους δημιουργούς (ως έργο και στάση ζωής) της μοντέρνας, της νεωτερικής εποχής. Πλάι στους γίγαντες Πικάσο, Μιρό, Μπρακ, Κοκτό κ.λπ. Υπήρξε μια πολυθρύλητη προσωπικότητα που μπορώ να πω ότι δεν είχε πραγματική ζωή. Ηταν εξ αρχής μοιρασμένος ανάμεσα στο μύθο, την Ιστορία και το θρύλο. Ο καθένας μπορούσε να φανταστεί οτιδήποτε για τον Νταλί και όσο ακραίο και να ήταν, έμοιαζε σε όλους πιθανό.

Γεννήθηκε στην πόλη Φιγέρες της Ισπανίας σε μια ευκατάστατη οικονομικά οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και συμβολαιογράφος. Δεν έδειξε όμως να ενθουσιάζεται από το πάθος του γιου του για ζωγραφική και σχέδιο. Ενα πάθος που είχε εκδηλώσει από την πολύ μικρή του ηλικία. Χρειάστηκε η συμπαράσταση της μητέρας του έτσι ώστε ο νεαρός Σαλβαντόρ να παρακολουθήσει τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής στη Δημοτική Σχολή Σχεδίου της πόλης του. Το 1916 φιλοξενήθηκε από την οικογένεια του τοπικού καλλιτέχνη Ramon Pichot στην πόλη Καδακές για θερινές διακοπές και ήρθε σ’ επαφή για πρώτη φορά με τη μοντέρνα ζωγραφική. Σε ηλικία 15 ετών, το 1919, συμμετείχε στη δημόσια έκθεση του Δημοτικού Θεάτρου του Φιγέρες. Το 1921 έχασε από καρκίνο τη μητέρα του και ο πατέρας του παντρεύτηκε την αδελφή της. Ο νεαρός Νταλί δεν αποδέχθηκε ποτέ το γεγονός. Ενα χρόνο αργότερα εγκαθίσταται στη Μαδρίτη και ξεκινά τις σπουδές του στην ακαδημία τεχνών Academia de San Fernando.

Είναι τότε που πειραματίζεται με τον κυβισμό, αν και εκείνον τον καιρό υπήρχαν λίγες γνώσεις γι’ αυτό το κίνημα στη Μαδρίτη, όπως και έλλειψη άλλων κυβιστών καλλιτεχνών. Ταυτόχρονα όμως έρχεται σ’ επαφή με το κίνημα του ντανταϊσμού, το οποίο και θα επηρεάσει καθοριστικά την καλλιτεχνική του προσωπικότητα.

Καθοριστικό επίσης ρόλο στην καλλιτεχνική του προσωπικότητα θα παίξει και η φιλία του με τον ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και τον σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ. Το 1926 αποβλήθηκε από την Ακαδημία λίγο πριν τις τελικές εξετάσεις. Αιτία; Δήλωσε ότι κανείς από τους καθηγητές του δεν ήταν άξιος να τον κρίνει (και μάλλον πρέπει να είχε δίκιο). Την ίδια χρονιά επισκέπτεται το Παρίσι και συναντά τον Πικάσο.

Επηρεάστηκε τα επόμενα χρόνια μάλιστα από τον σπουδαίο Πικάσο και το βλέπουμε στα έργα του εκείνης της περιόδου. Ομως την ίδια στιγμή διαφαίνεται και το προσωπικό του ύφος, που προκαλεί διχογνωμίες στους κριτικούς τέχνης που βλέπουν τις εκθέσεις του στη Βαρκελώνη. Το 1929 συνεργάζεται με τον Λουίς Μπουνιουελ στη δημιουργία της μικρού μήκους ταινίας με τίτλο «Ο ανδαλουσιανός σκύλος». Ο Νταλί συνέβαλε καθοριστικά στο σενάριο της ταινίας, η οποία είναι από τις πιο χαρακτηριστικές του υπερρεαλισμού (σουρεαλισμού) στον κινηματογράφο. Παράλληλα γνωρίζει τότε τη μελλοντική σύζυγο και μούσα του, την περίφημη αριστοκράτισσα Ρωσίδα με το ψευδώνυμο Γκαλά (από το Γαλάτεια). Η σχέση του με την Γκαλά είναι μυθική. Την παντρεύτηκε τρεις φορές για να την τιμήσει και είχε επανειλημμένα δηλώσει ότι δεν θα την αφήσει να πεθάνει. Θα την έτρωγε για να την έχει μέσα του ζωντανή. Η ιστορία τους τροφοδότησε για δεκαετίες τις στήλες των διεθνών εφημερίδων.

Το 1930 ο Νταλί επινοεί μια υπερρεαλιστική τεχνική, που ο ίδιος την ονομάζει παρανοϊκο-κριτική μέθοδο. Και συνίσταται πάντα κατ’ αυτόν στην ικανότητα του ανθρώπου να λειτουργήσει συνειρμικά, συνδέοντας εικόνες ή αντικείμενα που δεν συνδέονται μεταξύ τους με λογική, αρχικά, ανάγκη. Εχει να κάνει κυρίως με τον σουρεαλιστικό αυτοματισμό και το μηχανισμό των ονείρων. Η πρώτη μεγάλη υπερρεαλιστική έκθεση που συμμετείχε ήταν στην Αμερική, το 1932, και αποσπά διθυραμβικές κριτικές. Πιστός όμως στο να έρχεται σε αντίθεση με κάθε μορφή εξουσίας, συγκρούεται με τον Αντρέ Μπρετόν, ο οποίος και τον διαγράφει από το υπερρεαλιστικό κίνημα. Αιτία; Η κατά τα φαινόμενα υποστήριξη που ο Νταλί παρέχει στον Φράνκο της Ισπανίας. Ο Νταλί δήλωνε ότι ο ίδιος είναι όλος ο υπερρεαλισμός ενώ ο Μπρετόν είναι άπληστος για δολάρια. Το 1940, με την έναρξη του πολέμου, μαζί με την Γκαλά μετακομίζουν στις ΗΠΑ. Εζησαν εκεί 8 χρόνια.

Το 1941 συνεργάζεται με τη Walt Disney στη δημιουργία ενός κινούμενου σχεδίου ενώ το 1942 δημοσιεύεται η αυτοβιογραφία του «Η κρυφή ζωή του Σαλβαντόρ Νταλί». Μετά την Αμερική, επιστρέφει και περνά τον περισσότερο καιρό του στην Ισπανία. Αυτό σχολιάστηκε αρνητικά γιατί ακόμα ήταν στην εξουσία ο Φράνκο. Το 1982 ο βασιλιάς Χουάν Κάρλος του απονέμει τον τίτλο του μαρκησίου. Την ίδια χρονιά πεθαίνει η Γκαλά και ο ίδιος αποπειράται ν’ αυτοκτονήσει. Πέθανε το 1989 από καρδιακό επεισόδιο στην πόλη που γεννήθηκε.

Αντιφατικά δημιουργική προσωπικότητα, ο Νταλί προκαλούσε. Και στην τέχνη και στη ζωή του και στην πολιτική. Στην τέχνη ένα παράδειγμα, μεταξύ τόσων και τόσων. Θέλοντας να πάρει θέση στο τότε ζήτημα του ξεπεράσματος των ορίων του κάδρου σ’ έναν πίνακα, έτρεξε με ταχύτητα, έπεσε πάνω στον άδειο από εικόνες καμβά και τον έσκισε περνώντας πίσω. Ο συμβολισμός του αυτός υπήρχε και στη ζωή του. Οταν για παράδειγμα έλεγε «είμαι ιδιοφυΐα», εννοούσε «σε καθέναν μας υπάρχει μέσα του μια ιδιοφυΐα». Νέος υπήρξε αναρχικός και κομμουνιστής. Κατά τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο έμεινε ουδέτερος. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο διακριτικά υποστήριξε το καθεστώς του Φράνκο, για το πρόσωπο του οποίου εκφραζόταν θετικά. Οταν όμως χρειάστηκε να διαφωνήσει μαζί του για το θέμα του Λόρκα, που απειλείτο με θάνατο, το έκανε. Είναι όμως αδύνατο να περιχαρακωθεί η προσωπικότητα του Νταλί σ’ ένα μόνο χώρο.

Παντού ερχόταν σε ρήξη με κάθε έννοια του ορίου. Χρησιμοποίησε μόνιμα την τεχνική της ρήξης, της πρόκλησης και του σκανδάλου και για τα έργα του και για τη ζωή του. Οι συνεντεύξεις του ήταν ασύλληπτα σόου. Μιλούσε όπως ο Νίτσε, χρησιμοποιώντας το εγώ για το εγώ του καθένα. Και πάντα δήλωνε ότι δεν είχε επισήμως πολιτική θέση. Γιατί ήταν ταυτόχρονα αναρχικός και μοναρχικός. Πάντα συμβολικά και μεταφυσικά.