«Η “παγκοσμιοποίηση” του πληθωριστικού φαινομένου, δηλαδή η συγχρονισμένη αύξηση του πληθωρισμού σε παγκόσμιο επίπεδο είναι βέβαιο ότι αλλάζει τις συνθήκες στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου, κλείνοντας σταδιακά την ιστορική φάση των πολύ χαμηλών – ακόμη και αρνητικών – επιτοκίων. Παρά το γεγονός αυτό, η πληθωριστική διαταραχή δεν έχει ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά παντού», αναφέρει ο επικεφαλής οικονομολόγος (Chief Economist) της Alpha Bank Παναγιώτης Καπόπουλος.

Στην περίπτωση της Ευρωζώνης – που είναι καθαρός εισαγωγέας ενέργειας – ο πληθωρισμός, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ.Καπόπουλος, μπορεί να θεωρηθεί “εισαγόμενος”, ενώ στις ΗΠΑ, η ενέργεια επί του παρόντος συμβάλλει σημαντικά, αλλά σε μικρότερο βαθμό, στην αναζωπύρωση του πληθωρισμού. Στις ΗΠΑ, άλλωστε, παρατηρείται μεγαλύτερη στενότητα και στην αγορά εργασίας. Παράλληλα, η συσσώρευση αποταμιεύσεων στην περίοδο της πανδημίας σε πολλές χώρες ενίσχυσε τις δυνατότητες των νοικοκυριών για την απορρόφηση των αυξημένων τιμών. Η παράταση των πληθωριστικών πιέσεων, ωστόσο, και ο αντίκτυπός τους στα πραγματικά εισοδήματα και το επιχειρηματικό κλίμα εκτιμάται ότι θα συρρικνώσουν σταδιακά την υπερβάλλουσα ζήτηση.

Σε αυτό το σημείο, όπως αναφέρει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Alpha Bank, αναλαμβάνουν δράση η δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Η πρώτη κινείται στην κατεύθυνση της στήριξης της αγοραστικής δύναμης και της προστασίας του διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών με συγκεκριμένα μέτρα ανακούφισης μέσω φορολογικών διευκολύνσεων, επιδοτήσεων σε τιμολόγια ηλεκτρισμού και παρεμβάσεων στην αγορά ενέργειας. Ειδικά ως προς το τελευταίο, η ελληνική κυβέρνηση παρουσίασε πρόσφατα μία δέσμη μέτρων επαναφοράς των τιμολογίων ρεύματος σε ανεκτά επίπεδα για το επόμενο δωδεκάμηνο. Η χρηματοδότηση αυτών των μέτρων αναμένεται να γίνει, αφενός μέσω του Κρατικού Προϋπολογισμού και των πόρων του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης και αφετέρου μέσω της υψηλής φορολόγησης των υπερεσόδων των εταιρειών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Η νομισματική πολιτική από την άλλη πλευρά θα πρέπει να εξασφαλίσει τη σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα και παράλληλα να συγκρατήσει βραχυπρόθεσμα τις πληθωριστικές προσδοκίες. Ήδη, οι νομισματικές αρχές πολλών χωρών σταδιακά ελαττώνουν τα μέτρα στήριξης που είχαν υιοθετήσει κατά την περίοδο της πανδημίας και υψώνουν τα επιτόκια παρέμβασής τους. Ως αποτέλεσμα, το επενδυτικό κοινό στις χρηματοοικονομικές αγορές προεξοφλεί περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων εντός του επόμενου εξαμήνου τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Ευρωζώνη, προσθέτει.

Το γεγονός, ωστόσο, ότι ο πληθωρισμός στην Ευρώπη είναι κυρίως “εισαγόμενος” πληθωρισμός κόστους -και όχι πληθωρισμός υπερβάλλουσας ζήτησης – δυσχεραίνει σημαντικά την ελευθερία κινήσεων και την αποτελεσματικότητα στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής. Πιο συγκεκριμένα, η πολιτική ανόδου των επιτοκίων με σκοπό τη συγκράτηση του πληθωριστικών πιέσεων εξασθενεί ταυτόχρονα τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης. Συνεπώς, ο κίνδυνος επιστροφής σε ύφεση ενισχύεται.

Επιπλέον, η αβεβαιότητα και οι αρρυθμίες στην περίοδο ανασχεδιασμού των διεθνών αλυσίδων αξίας μετά τις κυρώσεις προς τη Ρωσία, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις του δρακόντειου κινεζικού προγράμματος περιορισμού της πανδημίας στη Σαγκάη της Κίνας επιτείνουν το πρόβλημα. Τέλος, η οικονομική ιστορία έχει δείξει ότι συχνά οι περίοδοι ανόδου των επιτοκίων συνοδεύονται με – έστω και μικρές – υφεσιακές διαταραχές. Σε αυτό το επιδεινούμενο διεθνές περιβάλλον, οι αποδόσεις των κρατικών και εταιρικών ομολόγων είναι εύλογο να δέχονται ανοδικές πιέσεις. Στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι βρισκόμαστε πλέον πολύ κοντά στην επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας, ενώ η ρευστότητα διατηρείται σε σχετικώς υψηλά επίπεδα, χάρη στη σημαντική ενίσχυση των καταθέσεων, νοικοκυριών και επιχειρήσεων, κατά τη διάρκεια της πανδημίας καθώς και τη στήριξη από την ΕΚΤ, επισημαίνει ο κ. Παναγιώτης Καπόπουλος