Η (αναμενόμενη) απαλλαγή του Ντόναλντ Τραμπ από τη Γερουσία το Σάββατο, ύστερα από μια ερήμην δίκη που κράτησε μόλις 5 μέρες και χωρίς καταθέσεις μαρτύρων για τα αιματηρά γεγονότα του Καπιτωλίου στις 6 Ιανουαρίου, όχι μόνο δεν έκλεισε τα συλλογικά και πολιτικά τραύματα της Αμερικής, αλλά άνοιξε περισσότερα.

Μολονότι ο Τραμπ καταδικάστηκε με 57 ψήφους έναντι 43 για «υποκίνηση σε ανταρσία» των εκατοντάδων οπαδών του που κατέλαβαν εξ εφόδου για ώρες το ναό της Δημοκρατίας, προκαλώντας συγκρούσεις και ταραχές που άφησαν πίσω τους 5 νεκρούς -αστυνομικούς και διαδηλωτές- αποδόθηκε λευκός στην κοινωνία, επειδή δεν συγκεντρώθηκε η ενισχυμένη πλειοψηφία δύο τρίτων (67 ψήφοι) για την καταδίκη του.

Αν συνέβαινε θα επέτρεπε στους γερουσιαστές να προχωρήσουν σε δεύτερη ψηφοφορία για την απαγόρευση της μελλοντικής ανάμιξής του στην πολιτική, που αποτελεί εφιάλτη για μεγάλο μέρος της αμερικανικής κοινωνίας και για το πολιτικό σύστημα.

Ο πρώην πρόεδρος όχι μόνο δεν πτοήθηκε από το γεγονός ότι 7 Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές ψήφισαν υπέρ της αναδρομικής -και εν πολλοίς συμβολικής- έκπτωσής του από το ύπατο αξίωμα, αλλά προειδοποίησε ότι το πραγματικό κεφάλαιο Τραμπ στην αμερικανική Ιστορία τώρα ανοίγει:

«Μόλις τώρα ξεκινάει το ιστορικό, πατριωτικό και όμορφό κίνημά μας για να ξανακάνουμε μεγάλη την Αμερική. Εχουμε λαμπρό μέλλον μπροστά μας και σύντομα θα παρουσιάσουμε το όραμά μας για ένα ακτινοβόλο αμερικανικό μέλλον χωρίς όρια.

Τους επόμενους μήνες έχω πολλά να μοιραστώ μαζί σας και ανυπομονώ να συνεχίσουμε μαζί την απίστευτη διαδρομή μας». Τοιουτοτρόπως πανηγύρισε ο Τραμπ το αίσιο τέλος της δίκης, χαρακτηρίζοντάς την ως «ένα από τα μεγαλύτερα κυνήγια μαγισσών στην αμερικανική Ιστορία».

Από την πλευρά του ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν -την τυπική επικύρωση της εκλογής του οποίου από το Κογκρέσο είχαν αποπειραθεί να εμποδίσουν οι φανατικοί του Τραμπ την αποφράδα 6/1- κάλεσε τους δημοκρατικούς πολίτες σε εγρήγορση:

«Αυτό το θλιβερό κεφάλαιο της Ιστορίας μας μάς υπενθύμισε πως η Δημοκρατία είναι εύθραυστη. Μολονότι η τελική ψηφοφορία δεν οδήγησε σε καταδίκη, η ουσία της κατηγορίας δεν αλλάζει. Η βία και ο εξτρεμισμός δεν έχουν θέση στην Αμερική», δήλωσε περισσότερο υπό τύπον ευχής ο πρόεδρος των ΗΠΑ.

Με το κλείσιμο της δίκης ο Μπάιντεν είναι θεωρητικά απερίσπαστος να κυβερνήσει αντιμετωπίζοντας τις άμεσες εσωτερικές και διεθνείς προτεραιότητες της θητείας του (Covid-19, οικονομικό πακέτο στήριξης 2 τρισ. δολαρίων, σχέσεις με Κίνα-Ρωσία-Ιράν-Τουρκία κ.λπ.) ενώ παράλληλα η Γερουσία είναι ελεύθερη να ασχοληθεί με τις υπόλοιπες ακροάσεις των νέων υπουργών και το νομοθετικό της έργο.

Ωστόσο, κανείς δεν τρέφει αυταπάτες ότι το φαινόμενο Τραμπ θα συνεχίσει να κυριαρχεί στην κοινωνική και πολιτική ζωή και να τη δηλητηριάζει.

Πριν από λίγες εβδομάδες, το 57% των Ρεπουμπλικανών οπαδών απάντησε σε δημοσκόπηση ότι θέλει να ξαναδεί τον Τραμπ υποψήφιο για την προεδρία το 2024, μολονότι κόντεψε δύο φορές να καθαιρεθεί στη διάρκεια της θητείας του! (πέρυσι τον Φεβρουάριο απαλλάχθηκε για το σκάνδαλο εκβιασμού της ουκρανικής κυβέρνησης, με τον Μιτ Ρόμνεϊ να είναι ο μοναδικός Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής που ψήφισε υπέρ του).

Τώρα, μολονότι το αδίκημά του ήταν πολύ βαρύτερο, αγγίζοντας τα όρια της εσχάτης προδοσίας και της παραβίασης του συνταγματικού του όρκου, συντάχθηκε μαζί του η συντριπτική πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών  βουλευτών και δεν βρέθηκαν άλλοι 10 γερουσιαστές για να τον στείλουν οριστικά σε πολιτική σύνταξη.

Ακόμη και ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία, Μιτς ΜακΚόνελ, καταδίκασε μεν τη στάση του Τραμπ στις 6/1 ως «επονείδιστη εγκατάλειψη καθηκόντων», αλλά ψήφισε υπέρ της… απαλλαγής του για νομικίστικους λόγους (επειδή έχει πάψει να είναι πρόεδρος, άρα συνταγματικά δεν στέκει η καθαίρεσή του).

Στο φινάλε μάλιστα, σαν άλλος Πόντιος Πιλάτος, κάλεσε την ποινική δικαιοσύνη των ΗΠΑ να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, εξετάζοντας τις ευθύνες του «απλού πολίτη Τραμπ» για τα έκτροπα στην Ουάσιγκτον.

Η στάση του ΜακΚόνελ πρόδωσε την αμηχανία της Ρεπουμπλικανικής νομενκλατούρας, που έγινε στόχος σφοδρής επίθεσης από τους Δημοκρατικούς. Ο επικεφαλής της Δημοκρατικής πλειοψηφίας στη Γερουσία, Τσακ Σούμερ, τόνισε πως ο ΜακΚόνελ και όσοι ψήφισαν υπέρ της απαλλαγής του Τραμπ καταδικάστηκαν να βάλουν τα ονόματά τους δίπλα στο δικό του στις σελίδες της Ιστορίας.

Οι επτά Ρεπουμπλικανοί που πήραν αποστάσεις από τη συνειδητή ή συμφεροντολογιική κάλυψη του Τραμπ ήταν οι Λίζα Μερκόφσκι, Σούζαν Κόλινς, Μπεν Σάσε, Μπιλ Κάσιντι, Ρίτσαρντ Μπερ, Μιτ Ρόμνεϊ και Πατ Τούμεϊ.

«Ψήφισα υπέρ της καταδίκης του επειδή έβαλε τα προσωπικά του συμφέροντα πάνω από το εθνικά και φέρει ακέραια ευθύνη για την εισβολή των οπαδών του στο Καπιτώλιο. Είναι ξεκάθαρο ότι παρέβη τον όρκο του», σημείωσε η Σούζαν Κόλινς.

Οι Δημοκρατικοί ελπίζουν ότι η μάχη εντυπώσεων που κέρδισαν οι 9 κατήγοροι βουλευτές τους, παρουσιάζοντας βίντεο από κλειστό κύκλωμα αλλά και τις προσωπικές τους εμπειρίες από την εισβολή των ατάκτων στο Καπιτώλιο, θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για τις πολιτικές φιλοδοξίες του Τραμπ στο μέλλον.

Από την άλλη πλευρά, οι τρεις δικηγόροι του προέβησαν σε σειρά ατοπημάτων, χαρακτηρίζοντας τη δίκη «σόου» και παρομοιάζοντας τους ακροδεξιούς βανδάλους με τους διαδηλωτές του κινήματος Black Lives Matter!

Οσο για το αν ο Τραμπ θα επιχειρήσει να είναι πάλι υποψήφιος το 2024, οι απόψεις των Αμερικανών αναλυτών διίστανται.

Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι θα προσπαθήσει να αλώσει ιδεολογικά το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα αναδεικνύοντας τους πολιτικούς του κληρονόμους και παραμένοντας ιδεολογικός γκουρού του «τραμπισμού», κατά το προηγούμενο π.χ. του Γιάροσλαβ Κατσίνσκι στην Πολωνία.