Τρία ανοιχτά μέτωπα θα πρέπει να κλείσει τους επόμενους μήνες το οικονομικό επιτελείο αν θέλει τη μετα-Covid εποχή να ανακτήσει την κυριότητα της οικονομικής πολιτικής και να ολοκληρώσει το πρόγραμμα της μείωσης φόρων και εισφορών που αυξήθηκαν υπέρμετρα την εποχή των Μνημονίων.

Μεγάλη ευθύνη

Είναι σαφές ότι η επίτευξη και η διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης για πολλά χρόνια είναι ευθύνη των ελληνικών κυβερνήσεων. Οι προδιαγραφές υπάρχουν, αφού η χώρα έχει εξασφαλίσει εδώ και ένα χρόνο κοινοτικά κονδύλια 70,7 δισ. ευρώ (30,5 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης, 27 δισ. από το ΕΣΠΑ 2021- 2027 και 20 δισ. ευρώ από αγροτικές επιδοτήσεις μέχρι και το 2030). Συνεπώς, η ευθύνη της ανάκαμψης δεν βαρύνει μόνο την σημερινή αλλά και τις επόμενες κυβερνήσεις.

Προς το παρόν οι προσδοκίες των αγορών είναι ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να έχει μέσο ρυθμό ανάπτυξης 3,5% για μια δεκαετία όπως προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος με τη σωστή αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ 2021-2027. Αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους δανείζουν την Ελλάδα που δεν έχει ανακτήσει ακόμη την επενδυτική βαθμίδα με επιτόκια χαμηλότερα από αυτά της Ιταλίας, που είναι μέλος των πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών του κόσμου (G7).

Ως γνωστόν, το υπουργείο Οικονομικών προβλέπει μέσα από το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής για ανάπτυξη 3,6%, 6,2%, 4,1%, 4,4% και 3,3% αντίστοιχα για το 2021, το 2022, το 2023, το 2024 και το 2025. Μάλιστα, για φέτος η πρόβλεψη για ανάπτυξη 3,6% αναμένεται να αναθεωρηθεί προς τα πάνω λόγω της ταχύτερης ανάκαμψης της κατανάλωσης της οικοδομικής δραστηριότητας της βιομηχανικής παραγωγής και των εξαγωγών για το δεύτερο τρίμηνο του χρόνου και της ανάκαμψης του τουρισμού τον Ιούλιο και τον Αύγουστο.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει για φέτος ανάπτυξη 4,3%, το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ με στοιχεία που ελήφθησαν την περασμένη άνοιξη προβλέπουν ανάπτυξη 3,8%, η Τράπεζα της Ελλάδος 4,2%, το ΙΟΒΕ 5%, το ΚΕΠΕ 4,7% και η Εθνική Τράπεζα 5,7%. Η επίτευξη ρυθμού ανάπτυξης μεγαλύτερου από 3,6% για φέτος θα δώσει καλύτερη βάση και για το 2022 που είναι ο χρόνος στο οποίο θα έχουμε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη της πενταετίας.

Το στοίχημα για τις ελληνικές αρχές είναι να ξεπεράσουν το κακό ιστορικό της Ελλάδας στην αξιοποίηση κοινοτικών πόρων και να αξιοποιήσουν έγκαιρα και σωστά τα κονδύλια που έχουν δεσμευτεί για τη χώρα την επόμενη 10ετία. Επίσης, μεγάλο στοίχημα θα είναι να μην επηρεαστεί καθόλου η όλη διαδικασία από τον εκλογικό κύκλο, ο οποίος αναμένεται να ανοίξει το αργότερο μέχρι και το τέλος του 2022.

Διαπραγμάτευση

Η υψηλή και διατηρήσιμη ανάπτυξη είναι «προαπαιτούμενο» για τη δύσκολη διαπραγμάτευση που θα πρέπει να κάνει το οικονομικό επιτελείο τον επόμενο χρόνο για τη μείωση των δημοσιονομικών στόχων της Ελλάδας από το 2023 και μετά.

Κοινοτικοί αξιωματούχοι έχουν παραδεχθεί ότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ στα οποία είχε υποχρεωθεί η Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση του τρίτου Μνημονίου το 2018 ήταν επιβεβλημένα από την ανάγκη ταχείας μείωσης του χρέους και των αναιμικών ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας έως τότε. Σε αυτόν τον νέο γύρο διαπραγματεύσεων που θα προσέλθει το οικονομικό επιτελείο θα έχει το επιχείρημα της υψηλής ανάπτυξης, η οποία θα φτάνει σε μέσα ετήσια επίπεδα το 4,3% του ΑΕΠ από το 2021 μέχρι και το 2025. Το στοίχημα είναι οι θεσμοί να πειστούν ότι η Ελλάδα μπορεί να μειώσει ταχύτερα το χρέος της με υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από ό,τι με σκληρούς δημοσιονομικούς στόχους και να δεχθούν χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023 και μετά.

Πηγές του υπουργείου Οικονομικών, πολύ πριν ξεκινήσει αυτή η συζήτηση, θεωρούν ότι οι Ευρωπαίοι μπορούν να πειστούν να χαμηλώσουν τον πήχυ για τα πρωτογενή πλεονάσματα κοντά στο 2,2% του ΑΕΠ όπως προέβλεπε και η συμφωνία του 2018.

Ενα δεύτερο, πιο αισιόδοξο σενάριο είναι να δεχθούν την ταχύτερη μείωση του χρέους λόγω υψηλής και διατηρήσιμης ανάπτυξης και να δεχθούν το πρωτογενές πλεόνασμα να περιοριστεί στο 1,5% του ΑΕΠ όπως είχε προτείνει από το 2017 και το ΔΝΤ.

Το περιθώριο που θα έχει κάθε χρόνο το οικονομικό επιτελείο να προχωρά σε μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών θα ορίζεται από την υπέρβαση του πρωτογενούς πλεονάσματος της κάθε χρονιάς. Συνεπώς, όσο η ανάπτυξη θα είναι ψηλά τόσο υψηλότερο θα είναι και το περιθώριο για ελαφρύνσεις.