Μπροστά σε μία από τις δυσκολότερες μάχες είναι το Εθνικό Σύστημα Υγείας, που ήδη δοκιμάζεται έντονα από την επέλαση του τέταρτου κύματος. Τα κρούσματα της τελευταίας εβδομάδας, που έφτασαν σε… ιλιγγιώδη νούμερα, θα «φανούν» στα νοσοκομεία τις επόμενες δύο εβδομάδες.

Την ίδια ώρα όμως οι μολύνσεις θα συνεχίσουν να αυξάνονται, χωρίς κανείς να ξέρει πόσο -το σενάριο για 10.000 περιστατικά ημερησίως, πάντως, θεωρείται αρκετά πιθανό-, πιέζοντας ακόμη περισσότερο τα νοσοκομεία. Τα προβλεπτικά μοντέλα δείχνουν ως το χειρότερο σενάριο οι νοσηλευόμενοι στις ΜΕΘ να φτάσουν τους 600 έως το τέλος του μήνα.

«Αποχωρήσεις, παραιτήσεις»

«Αυτό είναι το κακό σενάριο που βλέπουμε και, όπως όλα δείχνουν, το ΕΣΥ θα δυσκολευτεί περισσότερο σε σχέση με το προηγούμενο κύμα. Και αυτό γιατί, εκτός από τις αυξημένες ανάγκες, έχουμε αποχωρήσεις προσωπικού λόγω συνταξιοδότησης, παραιτήσεις γιατρών, αλλά και θέσεις που έχουν προκηρυχθεί και δεν υπάρχει ενδιαφέρον να καλυφθούν», αναφέρει στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας, Αθανάσιος Εξαδάκτυλος. Μάλιστα, σύμφωνα με όσα εξηγεί ο ίδιος, οι νοσηλείες και οι θάνατοι είναι οι δείκτες που κοιτάζουν και αξιολογούν οι ειδικοί. «Εάν ήμασταν όλοι εμβολιασμένοι, και να είχαμε 10.000 κρούσματα ημερησίως αλλά 100 άτομα σε Εντατική και έναν θάνατο την ημέρα, θα ήμασταν σε τέτοιο συναγερμό;», αναρωτιέται και σημειώνει ότι και οι εμβολιασμένοι ασθενούν, αλλά ασθενούν ελαφρά.

Την ένταση των αλλεπάλληλων πανδημικών κυμάτων βιώνουν οι γιατροί «πρώτης γραμμής», που πλέον είναι πολύ περισσότερο κουρασμένοι συγκριτικά με την αρχή της πανδημίας στην Ελλάδα. «Υπάρχει συσσωρευμένη κόπωση, χωρίς καμία ανταμοιβή. Επίσης, ανησυχούμε γιατί έχουμε πολλούς ασθενείς που δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν, έχουν μια συγκεκριμένη νοοτροπία, την οποία εγώ αποδίδω σε φόβο, και αρνούνται να τους βάλουμε στην Εντατική ή να τους διασωληνώσουμε. Δεν υπάρχει πλέον κανένα μέτρο που να μπορεί να αναστρέψει αυτήν την κατάσταση», σημειώνει η Αντωνία Κουτσούκου, διευθύντρια 1ης Πνευμονολογικής Παθολογικής Κλινικής του νοσοκομείου «Σωτηρία».

Η κλινική που η ίδια διευθύνει έχει ήδη γεμίσει, βέβαια στην Αττική υπάρχουν, όπως λέει, ακόμη εφεδρείες. «Στη Βόρεια Ελλάδα η κατάσταση είναι πολύ επιβαρυμένη. Στην Αττική υπάρχει ακόμη περιθώριο, καθώς, εάν αυξηθούν οι νοσηλείες, θα χρησιμοποιηθούν και άλλα νοσοκομεία ως Covid. Με το κόστος, βέβαια, να μην μπορούν να παρέχουν φροντίδα σε ασθενείς με άλλα προβλήματα υγείας», προσθέτει.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει… φως στο τούνελ και αυτό είναι το εμβόλιο. Η αξία του αποδεικνύεται μέσα στα νοσοκομεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη ΜΕΘ όπου είναι υπεύθυνη η κ. Κουτσούκου έως και την Πέμπτη δεν νοσηλευόταν κανένας εμβολιασμένος, ενώ, όπως λέει, είναι εξαιρετικά απίθανο να μην τα καταφέρει εμβολιασμένος να νικήσει τη νόσο, ακόμη και εάν χρειαστεί νοσηλεία.

Ελλειψη προσωπικού

Η πληρότητα των ΜΕΘ Covid σε επίπεδο επικράτειας ανέρχεται σε 87,08%, ωστόσο σε Βόρεια Ελλάδα και Θεσσαλία η κάλυψη των κλινών είναι συνέχεια στο… φουλ, με αποτέλεσμα να ανοίγουν διαρκώς νέες κλίνες. Αυτό αφορά και στις απλές κλίνες για τις οποίες συγχωνεύονται διαρκώς παθολογικές κλινικές και μετατρέπονται σε κλίνες κορονοϊού. Ο ιδιωτικός τομέας έχει ξεκινήσει να συνδράμει και έχει ήδη υπογραφεί συμφωνία για 361 κλίνες ιδιωτικών κλινικών σε Θεσσαλονίκη και Βόρεια Ελλάδα, τόσο για Covid όσο και για non Covid κλίνες. Οι συνεργασίες με τον ιδιωτικό τομέα θα επεκταθούν, ενώ θεωρείται πολύ ισχυρή η πιθανότητα επιστράτευσης ιδιωτών γιατρών εάν δεν ανταποκριθούν στα πολλαπλά καλέσματα του υπουργείου Υγείας. Πρόκειται για κάτι που έχει επαναληφθεί τον περασμένο Μάρτιο όταν χρειάζονταν γιατροί και ακολουθήθηκε η διαδικασία υποχρέωσής τους. Υπενθυμίζεται ότι στους γιατρούς συγκεκριμένων ειδικοτήτων του ΕΣΥ αλλά και σε ιδιώτες δίνεται ως κίνητρο αμοιβή 250 ευρώ με πολύ μικρή φορολόγηση για την κάθε εφημερία. Εξακολουθεί, όμως, να υπάρχει έλλειψη σε «χέρια» που είναι πολυπαραγοντική.

«Οι γιατροί είναι μια πολύ μακροχρόνια παραγωγή. Δηλαδή, εγώ τελειώνω Ιατρική σήμερα. Θέλω πέντε χρόνια για μία βασική ειδικότητα και δύο χρόνια για Εντατικολογία. Που σημαίνει ότι έχουμε απορροφήσει όλους τους εντατικολόγους που μπορούσαμε. Εχουμε βάλει και γιατρούς που δεν είναι εντατικολόγοι. Είναι εξαιρετικά δύσκολο. Εχουμε αναπνευστήρες, μπορούμε να βάλουμε και άλλους αρρώστους. Αλλά εντατικολόγους, αυτούς έχει η χώρα», ανέφερε η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, Μίνα Γκάγκα, στην τελευταία ενημέρωση για την Covid-19, εξηγώντας το πρόβλημα που δημιουργείται από την έλλειψη γιατρών. «Το να σας πω εγώ ότι ανοίγω και άλλες Μονάδες, με ποιον θα τις ανοίξω; Ούτε νοσηλευτικό παραπάνω έχουμε ούτε ιατρικό. Αυτό γιατί δεν φροντίσαμε να το έχουμε τα προηγούμενα χρόνια. Δεν είναι κάτι που μπορούμε να αλλάξουμε σήμερα. Θέλουμε πάρα πολλά χρόνια για να φτιάξουμε τους γιατρούς που χρειαζόμαστε», τόνισε.

Αυξητική τάση

Οι νέες εισαγωγές στα νοσοκομεία λόγω κορονοϊού έχουν αυξηθεί κατά 35% τις τελευταίες δύο εβδομάδες, με τον κυλιόμενο μέσο όρο των νέων εισαγωγών του επταημέρου να φτάνει στις 300 εισαγωγές την μέρα. Ο λόγος εισαγωγών προς τα εξιτήρια αυξήθηκε στο 1,7. Εως την Πέμπτη περίπου 3.000 ασθενείς νοσηλεύονταν στη χώρα μας λόγω κορονοϊού, με το 70% εξ αυτών να είναι άνω των 55 ετών.

Ο αριθμός των κλινών έχει αυξηθεί εν μέσω πανδημίας. Ενδεικτικά, στις περιοχές που πιέζονται, και πιο συγκεκριμένα στα νοσοκομεία της 3ης Υγειονομικής Περιφέρειας, δηλαδή της Δυτικής Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης, τα κρεβάτια ΜΕΘ τον Σεπτέμβριο του 2019 ήταν 71, ενώ σήμερα είναι 124 και από αυτά τα 94 είναι κλίνες Covid. Στην 4η ΥΠΕ, δηλαδή Θεσσαλονίκη, Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, τα κρεβάτια τον Σεπτέμβριο του 2019 ήταν 70, σήμερα είναι 135 και από αυτά τα 74 είναι Covid. Στα νοσοκομεία της Θεσσαλίας τα 51 κρεβάτια του 2019 σήμερα έχουν γίνει 95 και τα 62 είναι κλίνες Covid.

Οσον αφορά στην Αττική, έχει 374 κλίνες ΜΕΘ (τον Σεπτέμβριο του 2019 είχε 156), από τις οποίες οι 189 είναι δεσμευμένες για ασθενείς με Covid-19.

«Κρίσιμη η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη»

«Δυστυχώς, η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη είναι ιδιαίτερα κρίσιμη εξαιτίας της χαμηλής εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού. Τα νοσοκομεία στη Βόρεια Ελλάδα αλλά και στη Θεσσαλία πιέζονται πολύ, όπως και το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, που, παρά τη συσσωρευμένη κούραση, παρέχει εξαιρετική φροντίδα στους ασθενείς όλων των νοσημάτων.

Για να αποσυμφορήσουμε την κατάσταση επεκτείνουμε σταδιακά τη συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα για τη νοσηλεία ασθενών που θα παραπέμπονται από τα δημόσια νοσοκομεία. Εχουμε ήδη ανακοινώσει την επέκταση της συνεργασίας του ΕΣΥ με επτά ιδιωτικές κλινικές στη Θεσσαλονίκη, στη Λάρισα και στον Βόλο και αναμένεται μέσα στο επόμενο διάστημα να προστεθούν και άλλες. Συγκεκριμένα, έως σήμερα έχουμε:

  • 285 κλίνες Covid-19
  • 85 κλίνες non Covid-19
  • 6 κλίνες ΜΕΘ

Ταυτόχρονα, αυξάνουμε τις διαθέσιμες κλίνες στο ΕΣΥ για τη νοσηλεία ασθενών Covid διασφαλίζοντας όμως πρώτα ότι και οι ασθενείς που πάσχουν από άλλα νοσήματα θα μπορούν να έχουν πρόσβαση στα νοσοκομεία μας.

Οι δυνατότητες του ΕΣΥ είναι σαφώς μεγαλύτερες φέτος τον χειμώνα, καθώς διαθέτουμε πολύ περισσότερες κλίνες στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Παρ’ όλα αυτά, βρισκόμαστε σε ένα νέο μεγάλο πανδημικό κύμα και απαιτείται ιδιαίτερα μεγάλη προσοχή, ώστε να μην εξαντλήσουμε τις αντοχές του Εθνικού Συστήματος Υγείας».

 Πιθανόν να φτάσουμε τα 10.000 κρούσματα

Το ενδεχόμενο να φτάσει η χώρα ακόμη και τα 10.000 κρούσματα, εάν δεν συγκρατηθεί το κύμα μέσω των εμβολιασμών ή των μέτρων, είναι ανοιχτό. Δεν είναι, όμως, δεδομένο, γιατί η επιδημιολογική κατάσταση όπως διαμορφώνεται μπορεί να έχει επίδραση στους ανεμβολίαστους πολίτες και να πάρουν την απόφαση να εμβολιαστούν.

«Χρειαζόμαστε ακόμη ένα ποσοστό ανοσίας», αναφέρει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής ο αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας, Δημήτρης Παρασκευής. Οπως εξηγεί, η τωρινή έξαρση αφορά και σε εμβολιασμένους, καθώς όσο περνάει το διάστημα από τη δεύτερη δόση μειώνεται η προστασία ως προς την πιθανότητα να κολλήσει κάποιος. Τονίζει όμως ότι η προστασία έναντι σοβαρής νόσου παραμένει. Το εμβολιαστικό πρόγραμμα κατέγραψε πτωτική πορεία από το καλοκαίρι, που σημαίνει ότι πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού εμβολιάστηκε πριν από το καλοκαίρι. Γι’ αυτό και κρίνεται απαραίτητη η χορήγηση της τρίτης δόσης.

Σύμφωνα με τον κ. Παρασκευή, δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί η πορεία της πανδημίας από εδώ και στο εξής, καθώς, όπως λέει, «εξαρτάται από την αντίδραση του κόσμου, εάν δηλαδή θα ευαισθητοποιηθούν οι ανεμβολίαστοι και θα πάνε να εμβολιαστούν, αλλά και από την τήρηση σε μεγαλύτερο βαθμό των μέτρων που έχουν ανακοινωθεί». Πάντως, εκτιμά ότι είναι δύσκολο να αγγίξουμε ημερήσιο αριθμό θανάτων του περασμένου χειμώνα, καθώς προς το παρόν οι θάνατοι δείχνουν να μην αυξάνονται αναλογικά με τα κρούσματα όπως γινόταν στο δεύτερο πανδημικό κύμα.