Ο πρόεδρος του Εurogroup, Μάριο Σεντένο, αναγνώρισε ότι υπάρχει επιβράδυνση της ανάπτυξης, ωστόσο ισχυρίστηκε ότι κάπου είναι φυσιολογική μετά από 22 τρίμηνα συνεχούς ανάπτυξης στην ευρωζώνη και πως σε κάθε περίπτωση είναι παροδική.

Η επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας που ξεκίνησε από το τρίτο τρίμηνο του 2018, προϊόν γεωπολιτικών αβεβαιοτήτων, αλλά και ενδοκοινοτικών ζητημάτων, όχι μόνο συνεχίζεται αλλά αρχίζει να λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις.
Μετά την αναθεώρηση των προβλέψεων για την ευρωπαϊκή οικονομία προς το χειρότερο, που δημοσίευσε η Κομισιόν στις 7 Φεβρουαρίου, λίγες μέρες αργότερα, στις 11 Φεβρουαρίου, έγινε διεξοδική συζήτηση και σε πολιτικό επίπεδο, στη συνεδρίαση του Εurogroup, παρουσία και του προέδρου της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι. Παρά το γεγονός ότι μετά το πέρας της συνεδρίασης οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι επιχείρησαν, για ευνόητους λόγους, να εμφανιστούν καθησυχαστικοί, τα επιχειρήματά τους δεν ήταν πειστικά.

Ο πρόεδρος του Εurogroup, Μάριο Σεντένο, αναγνώρισε ότι υπάρχει επιβράδυνση της ανάπτυξης, ωστόσο ισχυρίστηκε ότι κάπου είναι φυσιολογική μετά από 22 τρίμηνα συνεχούς ανάπτυξης στην ευρωζώνη και πως σε κάθε περίπτωση είναι παροδική. Μάλιστα, για να στηρίξει το επιχείρημά του περί παροδικού φαινομένου, επικαλέστηκε τη συνέχιση της αύξησης της απασχόλησης, ενώ πρόσθεσε ότι δεν είναι καλό για την οικονομία να εκφράζονται ανησυχίες γιατί αυτό επηρεάζει αρνητικά τις διαθέσεις των επενδυτών.

Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι, η ευρωπαϊκή οικονομία έχει εισέλθει σε μια έντονη καθοδική πορεία και, αν δεν υπάρξει αντιστροφή άμεσα, η κατάσταση θα ξεφύγει και τότε θα τερματιστεί ακαριαία και η όποια σημερινή αύξηση της απασχόλησης.

Κατ’ αρχάς, υποχωρεί εδώ και 12 μήνες ο βασικός οικονομικός δείκτης που επεξεργάζεται η Κομισιόν, η οποία δημοσιεύει κάθε μήνα έκθεση με το κλίμα εμπιστοσύνης στους κόλπους των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Επίσης, το γεγονός ότι η επιβράδυνση είναι ιδιαίτερα έντονη στις μεγάλες χώρες, κυρίως στη Γερμανία και την Ιταλία, αλλά και στην Ολλανδία, αυξάνει την ανησυχία. Οι χώρες αυτές πλήττονται πρωτίστως γιατί υπάρχει πρόβλημα με τις εξαγωγές, που οφείλεται στον προστατευτισμό στο εμπόριο και στην επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε την Πέμπτη η Eurostat, σε τριμηνιαία βάση, δηλαδή το τέταρτο τρίμηνο του 2018 σε σχέση με το τρίτο, το ΑΕΠ στην ευρωζώνη αυξήθηκε 0,2%, όσο δηλαδή είχε αυξηθεί και το τρίτο τρίμηνο. Το πρώτο και το δεύτερο τρίμηνο του 2018 το ΑΕΠ είχε αυξηθεί 0,4%.

Στην Ιταλία σημειώθηκε υποχώρηση του ΑΕΠ 0,2%, ενώ το τρίτο τρίμηνο είχε επίσης υποχωρήσει 0,1%. Δύο συνεχόμενα τρίμηνα αρνητικού ΑΕΠ θεωρούνται ως τεχνική ύφεση. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι η ιταλική κυβέρνηση, που κατάρτισε τον προϋπολογισμό του 2019 με βάση υπολογισμού μια αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 1,0%, θα έχει έντονο δημοσιονομικό πρόβλημα τους επόμενους μήνες που θα τη βγάλει εκτός στόχων για το έλλειμμα και το χρέος.

• Στη Γερμανία, η ανάπτυξη της οικονομίας ήταν μηδενική το τέταρτο τρίμηνο, ενώ το τρίτο το ΑΕΠ είχε υποχωρήσει 0,2%. Μόλις και μετά βίας η γερμανική οικονομία απέφυγε την είσοδο σε τεχνική ύφεση.
• Στη Γαλλία υπάρχει επίσης επιβράδυνση, η οικονομία αναπτύχθηκε με 0,3% το τέταρτο τρίμηνο, όσο και το τρίτο. Ανάλογη επιβράδυνση καταγράφηκε και στην Ολλανδία.

Σε ετήσια βάση, το γερμανικό ΑΕΠ αυξήθηκε μόλις 0,6% από 1,2% το τρίτο τρίμηνο το δεύτερο, ενώ στην Ιταλία η αύξηση ήταν μόλις 0,1% από 0,6% το τρίτο τρίμηνο του 2018.

Στην πράξη, εάν συνεχιστεί αυτή η επιδείνωση, οι τελευταίες προβλέψεις που δημοσιοποίησε η Κομισιόν στις 7 Φεβρουαρίου, σύμφωνα με τις οποίες το ΑΕΠ της ευρωζώνης θα αυξηθεί φέτος 1,3% και του χρόνου 1,6%, δεν πρόκειται να επαληθευθούν.

Ακόμη κι αν βρεθεί λύση στη διένεξη για το εμπόριο μεταξύ των ΗΠΑ από τη μία και της Ε.Ε. με την Κίνα από την άλλη, ένα μεγάλο μέρος της ζημιάς στις εξαγωγές έχει ήδη γίνει και αυτό θα επηρεάσει την παγκόσμια οικονομία.

Brexit και λαϊκιστές επιδεινώνουν το κλίμα

Η Ευρώπη, όμως, έχει κι άλλα εσωτερικά προβλήματα που μπορεί να επιδεινώσουν την κατάσταση της οικονομίας.
Κατ’ αρχάς, το γεγονός ότι κανένας δεν γνωρίζει τι θα συμβεί με το Βrexit στις 29 Μαρτίου, δηλαδή αν θα είναι συμφωνημένο ή άτακτο, έχει επίσης «παγώσει» τα σχέδια των επιχειρήσεων και την οικονομία.

Εάν το Βrexit είναι συμφωνημένο, δηλαδή ομαλό, τα πράγματα θα εξελιχθούν θετικά, δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα συνεχίσει τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2020 να συμμετέχει στην ενιαία αγορά της Ε.Ε., όπως σήμερα, ώστε να έχει τον απαραίτητο χρόνο να προετοιμαστεί.

Εάν η έξοδος δεν είναι συμφωνημένη, τότε από τις 30 Μαρτίου θα επικρατήσει ένα χάος, το οποίο θα έχει εξαιρετικά επώδυνο κυρίως για τους Βρετανούς, αλλά θα έχει αρνητικές επιπτώσεις και για τις χώρες της Ε.Ε., για άλλες περισσότερο για άλλες λιγότερο.

Και δυστυχώς η πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Τερέζα Μέι (φωτό), με την τακτική των καθυστερήσεων που ακολουθεί ώστε να πετύχει υποχωρήσεις την τελευταία στιγμή αυξάνει τον κίνδυνο ενός μη συμφωνημένου Βrexit.
Η σημερινή συγκυρία δεν είναι η καλύτερη για τις Βρυξέλλες, διεθνή και εσωτερικά μέτωπα απειλούν την Ε.Ε., ενώ σε τρεις μήνες θα γίνουν ευρωεκλογές μέσα σε ένα κλίμα αβεβαιότητας και ανησυχίας.

Ο,τι καλύτερο δηλαδή για τα δημαγωγικά και λαϊκίστικα κόμματα, τα οποία ευδοκιμούν ιδιαίτερα σε «θολό» οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον. Ηδη η δύναμή τους έχει αυξηθεί σε πολλές χώρες, ενώ, αν αυτό επιβεβαιωθεί και στις ευρωεκλογές, τότε θα υπονομευθεί η ομαλή λειτουργία της επόμενης Ολομέλειας της Ευρωβουλής με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την Ευρώπη.