Ανακούφιση στην κυβέρνηση και ικανοποίηση στην αντιπολίτευση και ολόκληρη την ελληνική κοινή γνώμη προκάλεσε η απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών από τις τουρκικές φυλακές, μετά από 168 ημέρες κράτησης.

Από την πρώτη στιγμή η κυβέρνηση, που έψαχνε απεγνωσμένα μία θετική είδηση για να ξεφύγει από τη δυσάρεστη και ασφυκτική πραγματικότητα, «γαντζώθηκε» από το μεγάλο και θετικό γεγονός για όλους τους Ελληνες, προκειμένου να αλλάξει η ατζέντα.

Αυτή τη φορά, ο επικοινωνιακός μηχανισμός λειτούργησε «ρολόι». Γύρισαν βίντεο μέσα από το πρωθυπουργικό αεροσκάφος όπου μετέφεραν τα δύο παιδιά, έδωσαν στη δημοσιότητα επιλεγμένες φωτογραφίες με τον κ. Κατρούγκαλο που τους συνόδευε, άφησαν να διαρρεύσουν οι πρώτοι διάλογοι του πρωθυπουργού και του Προέδρου της Δημοκρατίας με τους γονείς των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, ο υπουργός Αμυνας ανέβαζε στο twitter εικόνες της εορτάζουσας Παναγίας, έφτιαξαν non paper για το «πλαίσιο και τις ενέργειες που οδήγησαν στην απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών», υποστηρίζοντας εμμέσως ότι ήταν οι κινήσεις της ελληνικής διπλωματίας που ανάγκασαν την Τουρκία να απελευθερώσει τους δύο Ελληνες στρατιωτικούς.

«Η αποφυλάκιση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών είναι πράξη δικαιοσύνης, που θα συμβάλει στην ενίσχυση της φιλίας, της καλής γειτονίας και της σταθερότητας στην περιοχή», ανέφερε στη δήλωσή του ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, συγχαίροντας και ευχαριστώντας τους δύο αξιωματικούς και τις οικογένειές τους «για το σθένος, την υπομονή τους» και κάνοντας αναφορά «στις προσπάθειες όλων μας, που εν τέλει δικαιώθηκαν».

Για νίκη της διπλωματίας και των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και αταλάντευτο αγώνα της Ελλάδας σε όλα τα επίπεδα που σε συνδυασμό με τη διεθνή κινητοποίηση οδήγησαν στο αίσιο τέλος της περιπέτειας των δύο στρατιωτικών μίλησαν με μία φωνή υπουργείο Εξωτερικών και ΣΥΡΙΖΑ. «Η διπλωματία είναι η μεγάλη κερδισμένη», έγραψε στο twitter ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς εκφράζοντας τη μεγάλη του χαρά για την επιστροφή των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στην πατρίδα, ενώ η κυβέρνηση (πρωθυπουργός, υπ. Εξωτερικών, υπ. Αμυνας και ΣΥΡΙΖΑ) αλλά και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος σημείωσαν την ευκαιρία για βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων που μέχρι χθες βρίσκονταν στο ναδίρ.

Για «στοιχειώδη πράξη δικαιοσύνης εκ μέρους των τουρκικών αρχών που αποτελεί η αποφυλάκιση και απελευθέρωση των δύο στελεχών των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων» μίλησε από την Ολυμπο Καρπάθου, όπου μετέβη για την εορτή του Δεκαπενταύγουστου, ο κ. Παυλόπουλος, σημειώνοντας ότι «η ευτυχής αυτή εξέλιξη δείχνει και τον δρόμο που μπορεί και πρέπει ν’ ακολουθήσει εφεξής η Τουρκία, προκειμένου ν’ αποκατασταθεί πλήρως το κλίμα φιλίας και καλής γειτονίας με την Ελλάδα, η οποία έχει αποδείξει εμπράκτως ότι κινείται πάντοτε προς αυτήν την κατεύθυνση», καταλήγοντας με τη φράση «ξεκινά μια καινούργια αρχή».

«Κατόπιν ενεργειών μας», λέει το Μαξίμου

Στο κυβερνητικό non paper με τίτλο «Το πλαίσιο και οι ενέργειες που οδήγησαν στην απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών» γίνεται προσπάθεια να πειστεί η ελληνική κοινή γνώμη ότι ήταν οι μεθοδικές προσπάθειες του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης και η πολιτική αυτής της κυβέρνησης έναντι της Τουρκίας από το 2015 που οδήγησαν στην απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών.

Ειδικότερα, γίνεται αναφορά -μεταξύ άλλων- στις «τρεις επισκέψεις του πρωθυπουργού στην Τουρκία το 2015-2016», στις «συναντήσεις του ΥΠΕΞ που συνεισέφεραν καθοριστικά στην αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, την οικοδόμηση της ευρωτουρκικής στρατηγικής σχέσης και την προώθηση των συνομιλιών για το Κυπριακό» και «στη στήριξη στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Τουρκίας κατά την απόπειρα πραξικοπήματος, τον Ιούλιο του 2016». Γίνεται ακόμα αναφορά στην «επίσκεψη του Τούρκου προέδρου για πρώτη φόρα μετά από 65 χρόνια στην Αθήνα» και τη «μη προσχώρηση της Ελλάδας στη λογική επιβολής οικονομικών κυρώσεων στην Τουρκία κατά την τελευταία περίοδο».

Το Μαξίμου υποστηρίζει πως στην απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών οδήγησε «το γεγονός πως εντάθηκαν οι επαφές μέσω όλων των υφιστάμενων διαύλων (πρωθυπουργός, υπουργός Εξωτερικών, γενικός γραμματέας υπουργείου Εξωτερικών, ελληνικές Διπλωματικές και Προξενικές Αρχές στην Τουρκία, Α/ΓΕΕΘΑ) προς την Τουρκία για την απελευθέρωση των δύο στρατιωτικών και αναδείχτηκαν οι επιπτώσεις που είχε η παράνομη κράτησή τους», αλλά «κυρίως, το θέμα συζητήθηκε εκτενώς στη συνάντηση του Ελληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο, στο περιθώριο της Συνόδου ΝΑΤΟ, η οποία κράτησε πάνω από 1,5 ώρα», εγκαλώντας ορισμένα ΜΜΕ που «μέσα στον αντιπολιτευτικό τους οίστρο, έσπευσαν τότε να χαρακτηρίσουν ως αποτυχία».

Υπενθυμίζεται ολόκληρο το περιεχόμενο της δήλωσης του κ. Τσίπρα και για να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι «είναι προφανές τόσο διά της δήλωσης του πρωθυπουργού όσο και εκ του αποτελέσματος τελικά, ότι για το ζήτημα αυτό η Ελλάδα ουδέποτε μπήκε σε παζάρια. Τονίστηκε ότι η ελληνική Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη και ότι για τους 8 Τούρκους στρατιωτικούς οι οποίοι είναι κατηγορούμενοι για συμμετοχή στο πραξικόπημα ακολουθήθηκαν και ακολουθούνται οι προβλεπόμενες από τη Δικαιοσύνη διαδικασίες. Την ίδια στιγμή που, φυσικά, υποστηρίχτηκε σταθερά η θέση αρχών της χώρας μας ότι πραξικοπηματίες δεν είναι ευπρόσδεκτοι στην Ελλάδα». Στο κυβερνητικό non paper σημειώνεται ότι «η συσχέτιση αυτών με τους δύο στρατιωτικούς δεν υπήρξε ποτέ ως επιλογή για την ελληνική κυβέρνηση, αντιθέτως η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε μόνο από στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης». Αναφέρεται ακόμα η ένταξη του θέματος στα Συμπεράσματα Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σε Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στην Εκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Υποστηρίζεται ότι η κράτηση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών «τέθηκε επιτακτικά από τους προέδρους Τουσκ και Γιούνκερ στη Σύνοδο της Βάρνας, ενώ αναδείχτηκε επίμονα στο ΝΑΤΟ, τόσο από τον πρωθυπουργό όσο και από τον υπουργό Εξωτερικών και τον υπουργό Εθνικής Αμυνας» και σημειώνεται ότι «το ζήτημα τέθηκε επανειλημμένως στις γερμανοτουρκικές και αμερικανοτουρκικές συνομιλίες ενώ τέθηκε και στη συνάντηση Πούτιν-Ερντογάν τον Απρίλιο, αφού λίγες μέρες πριν είχε αναφερθεί σχετικά ο πρωθυπουργός σε επικοινωνία του με τον Ρώσο πρόεδρο».

Σύμφωνα με το non paper του Μαξίμου, «σημαντικός παράγοντας στην επίλυση του ζητήματος κατά την παρούσα περίοδο είναι και η προσπάθεια της Τουρκίας να επανεκκινήσει τις σχέσεις της με την Ε.Ε. και τα κράτη-μέλη της (αποκατάσταση σχέσεων με Ολλανδία, συνάντηση με Μέρκελ, προσέγγιση Αυστρίας), σε μια περίοδο που αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε κρίση» και καταλήγει: «Η Τουρκία προέβη σε αυτή την κίνηση αναγνωρίζοντας ότι το ανωτέρω ζήτημα είχε -μετά τις ανωτέρω ελληνικές ενέργειες- καταστεί καίριας σημασίας για την επανεκκίνηση των ευρωτουρκικών σχέσεων».