Στην επίσκεψη του πρίγκιπα Καρόλου και της Καμίλα στην Ελλάδα, την παράσταση έκλεψε ο ακόλουθος του Καρόλου με την παραδοσιακή σκωτσέζικη φορεσιά, ο οποίος δεν έλειψε ποτέ από το πλευρό του πρίγκιπα.

Η στολή του άνδρα περιελάμβανε το χαρακτηριστικό σκωτσέζικο «κιλτ», μια καρό φούστα που παραδοσιακά φορούν οι άντρες, αντίστοιχα με την παραδοσιακή ελληνική φουστανέλα.

Στην πρώτη του μορφή, το κιλτ ήταν ένα μακρύ κομμάτι ύφασμα μήκους περίπου επτά πήχεων.

Φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από μαλλί, το συγκεκριμένο ύφασμα τοποθετούταν στο έδαφος και διπλωνόταν ακανόνιστα γύρω από μια φαρδιά ζώνη, ενώ το σύνολό του τυλιγόταν και στη συνέχεια στερεωνόταν γύρω από το σώμα.

Μέρος του υφάσματος έμενε ελεύθερο και τυλιγόταν γύρω από τους ώμους, για να διατηρεί θερμό τον κάτοχό του.

Πάνω από το κιλτ φοριόταν συνήθως ένα πουκάμισο, που έμοιαζε με χιτώνα ρωμαϊκής ή κέλτικης προέλευσης.

Κάτω από το κιλτ, οι άνδρες δεν συνήθιζαν να φορούν κανενός είδους εσώρουχο.

Η ποικιλία των χρωμάτων του κιλτ προήλθε από την μίξη των διαφόρων ειδών μαλλιού, από διαφορετικά είδη προβάτου με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί πλήθος αποχρώσεων στα λεγόμενα γήινα χρώματα.

Σε αυτά προστέθηκαν οι, ασιατικής προέλευσης, φυσικές βαφές, οι οποίες προσέθεσαν στην «παλέτα» του κιλτ νέα χρώματα.

Τυπικά, στο κιλτ κυριαρχούν αποχρώσεις του πράσινου, με τόνους του κόκκινου και του μπλε να συμπληρώνουν την εικόνα.

Ο ακριβής συνδυασμός των χρωμάτων ποικίλλει από φορεσιά σε φορεσιά, και όχι τυχαία, αφού διαφορετικές οικογένειες και φατρίες της σκωτσέζικης κοινωνίας τείνουν να έχουν το δικό τους χαρακτηριστικό μοτίβο.

Το κιλτ ισχυροποιήθηκε ως σύμβολο της Σκωτίας όταν οι Άγγλοι απαγόρευσαν αργότερα τη χρήση του, θέλοντας και με αυτό τον τρόπο να καταπολεμήσουν την ενότητα και την πολεμική παράδοση των Σκωτσέζων.