Την επιλογή να έχει ένα χρόνο ύφεσης στηρίζοντας με κάθε τρόπο και όσους πόρους χρειαστούν την πραγματική οικονομία, ώστε να ακολουθήσει μια γρήγορη ανάκαμψη από το 2021, κάνει η κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο.

Εχοντας προηγηθεί πολλών ευρωπαϊκών χωρών και στην προσπάθεια να σπάσει την αλυσίδα της διάδοσης του κορονοϊού, η Ελλάδα πήρε γρήγορα αποφάσεις αναστέλλοντας τη λειτουργία 450.000 επιχειρήσεων με το δεύτερο πακέτο μέτρων για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ως γνωστόν, για όλες αυτές τις επιχειρήσεις αποφασίστηκε αναστολή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων και για τους εργαζομένους τους επίδομα 800 ευρώ και κάλυψη με δημόσιους πόρους των ασφαλιστικών οφειλών. Με το τρίτο πακέτο μέτρων που εξειδικεύτηκε την Τρίτη, εκτός από αυτές που ανέστειλαν υποχρεωτικά τη λειτουργία τους, στην περίμετρο των μέτρων στήριξης εντάχθηκαν άλλες 150.000 επιχειρήσεις που είχαν μείωση του τζίρου τους, αλλά και ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενοι και προσωπικές εταιρίες, που αντιπροσωπεύουν συνολικά 1,8 εκατομμύρια εργαζομένους και 600.000 επιχειρήσεις.

Τα μέτρα αυτά θα έχουν ένα βαρύ κόστος. Η συνολική ταμειακή επιβάρυνση ανέρχεται στα 6 δισ. Ευρώ μόνο για τον Μάρτιο και τον Απρίλιο.

Το δημοσιονομικό κόστος αυτών των μέτρων ξεπερνά τα 3,5 δισ. ευρώ.

Κόστος το οποίο, μαζί με την επιστρεπτέα προκαταβολή για την ενίσχυση της ρευστότητας επιχειρήσεων (διατίθεται έως 1 δισ. ευρώ), τις επιπρόσθετες δαπάνες για τη δημόσια υγεία και το Δώρο Πάσχα προς τους εργαζομένους στα νοσοκομεία, διαμορφώνεται πλέον στα 4,7 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 2,5% του ΑΕΠ. Το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο από αυτό που έχουν διαθέσει οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης για τον ίδιο λόγο, το οποίο σε καμία από αυτές δεν ξεπερνά το 2% του ΑΕΠ.