Να προστατεύουν, ιδιαίτερα, τα μνημεία αυτής της κληρονομιάς, όπως η Αγία Σοφία και η Μονή της Χώρας που αποτελούν μέρος της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Τα μνημεία αυτά, κατά παράβαση των σχετικών διεθνών δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί, χρησιμοποιούνται πλέον για άλλους λόγους» τόνισε στο χαιρετισμό του ο Νίκος Δένδιας και εξέφρασε βαθιά λύπη «για την ακατανόητη τουρκική επιλογή». «Επιλογή που συνδυαζόταν, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, με στενή υποστήριξη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας ως πολιτικής κίνησης. Με την απόπειρα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας να αποσταθεροποιήσει σειρά χωρών της περιοχής, φίλων της Ελλάδας» σημείωσε επιπροσθέτως

Σε αυτό το πλαίσιο, διαμήνυσε ο υπουργός Εξωτερικών πως «αναμένουμε από την Τουρκία να αλλάξει τη νέο-οθωμανική της πολιτική. Να ενισχύσει τα δείγματα της στροφής που αχνά διαφαίνεται. Να επιστρέψει στην παράδοση του κοσμικού κράτους. Να σέβεται τα μνημεία που άλλοι ρωμαλέοι πνευματικοί πολιτισμοί εγκατέστησαν στο έδαφός της». Αυτό, συμπλήρωσε, είναι και το συμφέρον της τουρκικής κοινωνίας και εκτίμησε πως αυτή είναι η θέληση ενός σημαντικού μέρους της.

Αναφορικά με την έκθεση, ο Νίκος Δένδιας τόνισε στην αρχή του χαιρετισμού του πως «σήμερα, έχουμε τη χαρά να την παραδώσουμε στους πολίτες της Αθήνας, μέσα στο επιβλητικό και φιλόξενο, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, την Κιβωτό της Βυζαντινό-Χριστιανικής παράδοσης. Μιας πολύ σημαντικής πνευματικής παρακαταθήκης στην ιστορία της Ανθρωπότητας, όπως τη χαρακτήρισε. Μιλώντας για τη σημασία της έκθεσης, είπε πως καταδεικνύει ότι, με την Επανάσταση, η Ελλάδα ξαναβρήκε τη θέση που της άρμοζε στην παγκόσμια κοινότητα και ότι το υπουργείο Εξωτερικών συμπληρώνει έτσι άλλη μία ψηφίδα στο ψηφιδωτό της ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης.

Παράλληλα, εξέφρασε την ελπίδα μέσα στους επόμενους μήνες να καταστεί δυνατό, αναλόγως με την εξέλιξη της πανδημίας, να φιλοξενηθεί και σε άλλες πόλεις. Στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Στόχος του εγχειρήματός μας, προσδιόρισε, είναι να αναδειχθεί η σύναψη διμερών σχέσεων της πατρίδας μας με κάθε ένα από τα κράτη της εποχής, έως τη δεκαετία του 1840.

«Ξεκινώντας από την αναγνώριση του Αγώνα των επαναστατημένων Ελλήνων από την Αϊτή το 1822. Καθώς και μιας νεοσύστατης τότε χώρας, των ΗΠΑ, με τη διακήρυξη του Προέδρου Monroe το 1822. Μια διακήρυξη η οποία ήταν στην ουσία η πρώτη αναγνώριση του Αγώνα των Ελλήνων από ηγέτη μεγάλης χώρας, ο οποίος έκανε αναφορά στην χώρα ως Ελλάδα. Στη συνέχεια η έκθεση αναφέρεται στη σύναψη διπλωματικών και προξενικών σχέσεων με τις Μεγάλες Δυνάμεις, κατά τα τελευταία έτη της Επανάστασης. Φθάνει στη δημιουργία δεκάδων προξενικών αρχών σε μεγάλο μέρος του κόσμου, μόλις κατά την πρώτη δεκαετία μετά την Ανεξαρτησία» σκιαγράφησε.

Αναδεικνύοντας τη σημασία του, είπε πως η δημιουργία του διπλωματικού και προξενικού δικτύου της ελεύθερης, πλέον, Ελλάδας απετέλεσε ουσιώδη προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της ανεξαρτησίας της και συνέβαλε καθοριστικά στην εδραίωση της ύπαρξής της μεταξύ των υπολοίπων ελεύθερων και ανεξάρτητων κρατών. «Το νεοσύστατο υπουργείο Εξωτερικών ήταν ο πρωτεργάτης του δικτύου αυτού