Σε προχωρημένες διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων και Φιλελευθέρων μετά τις κυριακάτικες εκλογές στη Γερμανία βρίσκονται οι αρχηγοί των τριών κομμάτων, υποστηρίζει ρεπορτάζ της «Bild», που μένει να επιβεβαιωθεί στην πράξη. Ενα τέτοιο σενάριο θα βάλει τέλος στους φόβους για «αριστερή στροφή», που καλλιεργούν συστηματικά οι Χριστιανοδημοκράτες και το γερμανικό οικονομικό κατεστημένο.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο Ολαφ Σολτς θα αναλάβει την καγκελαρία, η Πράσινη Αναλένα Μπέρμποκ το υπουργείο Περιβάλλοντος και ο Ελευθεροδημοκράτης Κρίστιαν Λίντνερ το υπουργείο Οικονομικών, πραγματοποιώντας ένα όνειρο χρόνων, να διαδεχθεί τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε – και να συνεχίσει την πολιτική του, κάτι που ασφαλώς δεν ακούγεται ευχάριστα στα ελληνικά αυτιά. Σε μια τέτοια κυβέρνηση η Μπέρμποκ θα παίζει το ρόλο του «καλού», ο Λίντνερ του «κακού» και ο Σολτς του «ισορροπιστή», που θα αφήνει τους άλλους δύο να κάνουν τη «βρόμικη» δουλειά (η Μπέρμποκ για την ακρίβεια την «καθαρή», καθότι οικολόγος).

Από το 2013 που ανέλαβε την αρχηγία των Ελευθέρων Δημοκρατών (το 2017 επανεξελέγη με 91%) ο Λίντνερ δεν τσιγκουνεύτηκε σε επιθέσεις κατά της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, τόσο τον Μάιο του 2016 όσο και τον Απρίλιο του 2017 πρότεινε την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ (όχι από την Ε.Ε., όπως ξεκαθάρισε) με παράλληλο κούρεμα χρέους και παροχή έκτακτης βοήθειας στη χώρα μας. Επλεξε μάλιστα το εγκώμιο του Σόιμπλε, που προωθούσε αυτή την άποψη, επειδή μεταξύ άλλων «η Ελλάδα αμελούσε να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις» και κάκισε τη Μέρκελ που «τον άφηνε στα κρύα του λουτρού». Είναι αυτονόητο πως με τον Κρίστιαν Λίντνερ στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών δεν θα δοκιμαστεί μόνο η Ελλάδα αλλά και όλος ο ευρωπαϊκός Νότος.

Σε ό,τι αφορά τους Σολτς και Μπέρμποκ, δεν έκρυβαν τον πολιτικό «αρραβώνα» τους από τα τηλεοπτικά ντιμπέιτ, αλλά κατά την «Bild» ο Λίντνερ μπήκε στο κόλπο την τελευταία στιγμή, καθώς οι άλλοι δύο φαίνεται ότι έκαναν δεκτές κάποιες απαιτήσεις του (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα προκαλέσει πάλι ένα «ατύχημα» της τελευταίας στιγμής, όπως το 2017, που έστησε στο ραντεβού Χριστιανοδημοκράτες και Πράσινους). Την τελευταία εβδομάδα, ο 50χρονος φιλελεύθερος ηγέτης έθεσε δημόσια όρους για να συμμετάσχει στην κυβέρνηση: να μη γίνει καμία αύξηση φόρου στους πλούσιους και να δεσμευτούν τα άλλα κόμματα ότι δεν θα αγγίξουν το «φρένο χρέους» (ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί) και τη δημοσιονομική πειθαρχία στην Ε.Ε. Κάλεσε μάλιστα όσους ψηφοφόρους συμφωνούν με τις απόψεις του να ενισχύσουν το Κέντρο (δηλαδή το κόμμα του, FDP) ώστε να μικρύνει η διαφορά με τους Πράσινους.

Στην τελευταία δημοσκόπηση του ΥouGov για το «Spiegel» η ψαλίδα ανάμεσα στους Σοσιαλδημοκράτες και τους Χριστιανοδημοκράτες του Αρμιν Λάσετ βρίσκεται στις 4 μονάδες (25%-21%), με τα δύο μεγάλα κόμματα να κινούνται πάντως σε ιστορικά χαμηλά ποσοστά, προς όφελος των μικρότερων. Η δυναμική των Πρασίνων ξεφουσκώνει κι άλλο (14%), ενώ οι Φιλελεύθεροι του Λίντνερ με 11% πέφτουν μία μονάδα πίσω από τους ακροδεξιούς της AfD, που ανεβαίνουν στο 12%. Η Αριστερά (Die Linke) στην καθιερωμένη στασιμότητα με 7%. Καθώς πλησιάζει η ώρα της κάλπης το ποσοστό των αναποφάσιστων μειώθηκε στο 15%, με ένα άλλο 10% των ψηφοφόρων να δηλώνει «δεν γνωρίζω/δεν απαντώ».
Φέρνοντας στο φως μια άλλη πτυχή της κυριακάτικης μονομαχίας, η Deutsche Welle σημείωσε ότι εξαιτίας του περίεργου εκλογικού νόμου (με τη διπλή ψήφο και την εξομάλυνση αναλογικότητας) η Γερμανία κινδυνεύει να βρεθεί με μια «ξεχειλωμένη» Μπούντεσταγκ τη Δευτέρα, ίσως και με περισσότερες από 1.000 έδρες!

Δηλαδή σχεδόν διπλάσιες από το αμερικανικό Κογκρέσο και περίπου το ένα τρίτο του μεγαλύτερου νομοθετικού σώματος στον κόσμο, που δεν είναι άλλο από τη Λαϊκή Εθνοσυνέλευση της… Κίνας, με σχεδόν 3.000 μέλη. Ηδη, στο απερχόμενο σώμα υπάρχουν 709 βουλευτές, δηλαδή ο μεγαλύτερος αριθμός από ιδρύσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ενώ ο νόμος προβλέπει 598. Αλλά από εκλογές σε εκλογές ο αριθμός αυξάνεται, και στις περασμένες αυξήθηκε κατά 78. Εάν επαληθευτούν τα προγνωστικά για τις βουλευτικές της Κυριακής, δεν αποκλείεται να φτάσουν τους 800 ή ακόμη και τους 1.000. Μια τέτοια εικόνα δεν θα είναι κολακευτική για τη γερμανική Δημοκρατία, αλλά ούτε και ευχάριστη για την τσέπη του Γερμανού φορολογουμένου.