Εξαιρετικά ευνοϊκό αν όχι ιδανικό διαμορφώνεται το σκηνικό για την Ελλάδα εντός Ευρωζώνης μετά τις αλλαγές σε Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ΕΚΤ ενώ ακόμη και η επιβράδυνση της Γερμανίας μπορεί να βοηθήσει την υλοποίηση των σχεδίων της κυβέρνησης για χαμηλότερα πλεονάσματα.

Το πρώτο θετικό που ακούστηκε χθες είναι ότι το κράτος που επέβαλε μαζί με τους «δορυφόρους» τη λογική της ατσάλινης δημοσιονομικής πειθαρχίας και των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών είναι το πρώτο που προσχωρεί στην κεϋνσιανή λογική της κρατικής παρέμβασης για τη διατήρηση αν όχι την αύξηση της ζήτησης και τελικά και της ανάπτυξης.

Ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών και αντικαγκελάριος της Γερμανίας κ. Ολαφ Σολτς μίλησε χθες στο Κοινοβούλιο αναφέροντας και το ενδεχόμενο της ύφεσης της οικονομίας. Μιας ύφεσης η οποία δεν θα προέλθει από εσωτερικό δημοσιονομικό πρόβλημα αλλά από τον εμπορικό πόλεμο Κίνας – ΗΠΑ που χτυπά τον αμιγώς εξαγωγικό χαρακτήρα της γερμανικής οικονομίας.

Σε μια ομιλία ισορροπιών είπε ότι η σταθερή χρηματοοικονομική κατάσταση της Γερμανίας (αποτέλεσμα της πολιτικής αυστηρής λιτότητας που πρεσβεύει το CDU/CSU) δίνει τώρα το περιθώριο η Γερμανία να έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει την επιβράδυνση με πολλά δισεκατομμύρια στην οικονομία χωρίς την ανάληψη νέου χρέους. Σε κάθε περίπτωση η Γερμανία θα αναγκαστεί να ενισχύσει τις δημόσιες επενδύσεις χαλαρώνοντας τη δημοσιονομική πειθαρχία που είχε υιοθετήσει και επιβάλει εντός της Ευρωζώνης.

Σε αυτήν τη χρονική συγκυρία η Ελλάδα ζητά το ίδιο πράγμα: Μια λελογισμένη και αιτιολογημένη μείωση της πρωτογενών πλεονασμάτων του 3,5% του ΑΕΠ που αποφασίστηκαν – υπό δυσμενέστερες συνθήκες – ένα χρόνο νωρίτερα για να τονωθεί η ανάπτυξη της οικονομίας. Οι εξελίξεις των τελευταίων τριών μηνών δείχνουν ότι οι προβλέψεις για το μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης τους ελληνικού χρέους που αποφασίστηκαν πέρσι δείχνουν σήμερα εξαιρετικά συντηρητικές. Το μόνο που χρειάζεται για να γίνει περισσότερο βιώσιμο το ελληνικό χρέος είναι η επιτάχυνση της ανάπτυξης. Για τον λόγο αυτό η Ελλάδα ζητά περισσότερο δημοσιονομικό χώρο για να μειώσει φόρους και να τονώσει την ανάπτυξη και την απασχόληση.

Πέρα από τη στροφή της Γερμανίας σε ένα πιο παρεμβατικό μοντέλο οικονομίας ευχάριστη έκπληξη αποτέλεσε και η σύνθεση της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής για δύο λόγους.

Ο πρώτος είναι φυσικά η «προαγωγή» του δικού μας Μαργαρίτη Σχοινά σε μια από θέσεις των νέων αντιπροέδρων. Το κέρδος δεν σταματά εδώ. Το χαρτοφυλάκιο που του δόθηκε είναι αρκούντως γενικό (προστασία του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής) που μπορεί να περιλάβει πολλά και διαφορετικά χαρτοφυλάκια.

Το βασικό είναι ότι η Ελλάδα αποκτά ένα πολύπειρο στέλεχος στις Βρυξέλλες με σημαντική επιρροή και παράλληλα έχει και έναν αντικαταστάτη του κ. Αβραμόπουλου για το καυτό θέμα του μεταναστευτικού που εκτός από την Ελλάδα «καίει» και τη γειτονική Ιταλία και ενδιαφέρει σημαντικά και την Ισπανία. Επίσης δίνεται και μια αρμοδιότητα που αφορά την προστασία των εξωτερικών συνόρων (στα οποία περιλαμβάνονται και τα ανατολικά σύνορα της Ελλάδας), κάτι που μένει να διαμορφωθεί στην πράξη πώς και πού θα λειτουργήσει.

Η δεύτερη καλή είδηση από τη νέα Commission είναι ο διορισμός του Παόλο Τζεντιλιόνε στη θέση του επιτρόπου αρμοδίου για θέματα οικονομίας .Κατά τη θητεία ως πρωθυπουργός της Ιταλίας (2016 – 2018) υποστήριξε σθεναρά τη θέση της δημοσιονομικής προσαρμογής με προστασία της ανάπτυξης. Αναμένεται να είναι το πρόσωπο που θα γεφυρώσει τις διαφορές της Ρώμης με τις Βρυξέλλες μετά την ανάληψη της νέας ιταλικής κυβέρνησης. Ενας επίτροπος που δεν φοβάται να υποστηρίξει την κρατική παρέμβαση υπέρ της ανάπτυξης σε μια Ευρωζώνη που επιβραδύνει από φέτος κάθε άλλο παρά κακό είναι για την Ελλάδα που βρίσκεται στην έξοδο μιας σοβαρότατης κρίσης και με τους κατάλληλους χειρισμούς μπορεί να αποτελέσει «θετικό παράδειγμα» για όλη την Ευρωζώνη.

Το στοίχημα του Ντράγκι

Ολα αυτά ενώ λίγες εβδομάδες πριν τη διαδοχή του από την Κριστίν Λαγκάρντ όλοι περιμένουν το πρόεδρο της ΕΚΤ κ. Μάριο Ντράγκι να κάνει την αποφασιστική κίνηση την Πέμπτη ανακοινώνοντας μετά τη συνεδρίαση του συμβουλίου την επανεκκίνηση της ποσοτικής χαλάρωσης. Παρότι το θέμα δεν θα αφορά άμεσα την Ελλάδα αφού (δεν έχει την επενδυτική βαθμίδα και τα ομόλογά της δεν μπορούν να αγοραστούν) δημιουργεί ένα κλίμα χαμηλότοκου δημόσιου δανεισμού για την Ευρωζώνη που θα συμπιέσει περισσότερο και τις αποδόσεις των ελληνικών τίτλων.

Επιπλέον αναμένεται να επαναλάβει τη θέση της ΕΚΤ να παρέμβει ακόμη και με μείωση των επιτοκίων προκειμένου να σταθεροποιήσει την ευρωπαϊκή οικονομία. Και σε αυτό το θέμα η Ελλάδα θα έχει όφελος, καθώς εκτός από τα επιτόκια δανεισμού για το Δημόσιο θα μειωθούν και τα επιτόκια δανεισμού των τραπεζών.

Τέλος, ζητούμενο είναι αν θα ανανεώσει και τα βραχυπρόθεσμα χαμηλότοκα δάνεια για τις τράπεζες (TLTRO’s) τα οποία είναι εξαιρετικά σημαντικά για τις ελληνικές τράπεζες που πάσχουν από χαμηλή κερδοφορία και το τελευταίο που θα ήθελαν ήταν να εξοφλήσουν μαζεμένα δάνεια ύψους 2,8 δισ. ευρώ.