Η Ελλάδα είναι η πλέον χρεωμένη χώρα στην Ευρώπη. Ενα ρεκόρ που έχει στρέψει αρνητικά τα φώτα της δημοσιότητας επάνω μας, αλλά ταυτόχρονα και των ευκαιριών όπως πιστοποιούν οι εισροές ξένων επενδύσεων τα τελευταία χρόνια.

Γράφει ο οικονομόλογος Γιώργος Κουρής

Πολλά έχουν γραφτεί για το «τις πταίει» αναφορικά με το δυσθεώρητο χρέος μας. Την αλήθεια όμως δεν θα τη βρει κανείς στα πολιτικά κείμενο εφόσον εκεί κυριαρχεί η προπαγάνδα όπου η κάθε πολιτική παράταξη επιδιώκει να στιγματίσει ως υπαίτιο όποιον κυβερνούσε προηγούμενα. Η διαχρονική βέβαια μελέτη της εξέλιξης του χρέους και του τρόπου που έγινε ο δανεισμός σε κάθε περίοδο φανερώνει τους υπαιτίους. Εδώ θα επικεντρωθούμε στο τι μπορεί να γίνει στο μέλλον προκειμένου να αποτιναχθεί το τεράστιο βάρος των χρεών μας, υπό το φως της πρόσφατης συμμαχίας Μακρόν και Ντράγκι με στόχο την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων στην Ε.Ε.

Ο «χρυσός» κανόνας

Από το 1950 έως το 1980 το ποσοστό του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ ήταν πολύ μικρό και είχε φτάσει στο 20% στο τέλος της τριακονταετίας. Ενα μέγεθος που δεν δημιουργούσε βάρος εξυπηρέτησης στα δημοσιονομικά του κράτους. Μέχρι τότε όμως το υπουργείο Οικονομικών ακολουθούσε ένα «χρυσό» κανόνα. Ο δανεισμός γινόταν μόνο προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι δημόσιες επενδύσεις που διευρύνουν την παραγωγικότητα της οικονομίας. Και πράγματι το συσσωρευμένο χρέος μέχρι το 1980 ήταν σχεδόν ισόποσο με το άθροισμα των δαπανών για δημόσιες επενδύσεις. Το υπόλοιπο τμήμα του κρατικού προϋπολογισμού ήταν πάντα ισοσκελισμένο και μερικές χρονιές μάλιστα είχε περίσσευμα γιατί οι δαπάνες συγκρατούντο και δεν υπερέβαιναν τα έσοδα.

Από το 1981 και μετά όμως η οικονομική πολιτική άλλαξε, ο δανεισμός επεκτάθηκε προκειμένου να καλύψει καταναλωτικές δαπάνες με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να απογειωθεί. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 το χρέος έφτασε το 100% του ΑΕΠ και ισορρόπησε στο κρίσιμο αυτό επίπεδο του ένα προς ένα με το ΑΕΠ μέχρι το 2008. Από εκεί και μετά η διεθνής κρίση αρχικά προκάλεσε σε μεγάλη πτώση το ΑΕΠ η οποία συνεχίστηκε λόγω των ατελέσφορων πειραμάτων ανόρθωσης της οικονομίας τη δεκαετία των Μνημονίων. Ετσι φτάσαμε σήμερα σε ένα χρέος γύρω στο 200% του ΑΕΠ. Ο αγώνας για την ανατροπή της εφιαλτικής αυτής τάσης έχει αρχίσει με ελπιδοφόρα αποτελέσματα την τελευταία διετία. Το αν και πότε θα κερδηθεί είναι θέμα όλων μας (πίνακας 1).

 Αρνητικό ρεκόρ

Είμαστε «πρωταθλητές» στο μέγεθος του δημόσιου χρέους μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, όπου ο μέσος όρος είναι λίγο πάνω από το 100% (πίνακας 2). Εκτός από εμάς πάνω από το μέσο όρο είναι επίσης η Ιταλία, Πορτογαλία, Ισπανία, Κύπρος Γαλλία και Βέλγιο. Το ότι υπάρχουν και άλλες υπερχρεωμένες χώρες δεν σημαίνει βέβαια ότι θα υπάρξει ποτέ νέο κούρεμα τους χρέους μας. Σημαίνει όμως ότι τα περιθώρια αυστηρότητας μπορεί να γίνουν πιο ελαστικά. Ενα γεγονός που ήδη διαφαίνεται ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί με την ανάληψη της προεδρίας στην Ε.Ε. από τη Γαλλία την 1-1-2022.

Ο κυριότερος τρόπος να μειωθεί το δημόσιο χρέος είναι να αυξήσουμε την εθνική μας παραγωγή (δηλ. το ΑΕΠ) ώστε για κάθε μονάδα εισοδήματος που δημιουργείται στην Ελλάδα το βάρος του χρέους να είναι αναλογικά μικρότερο. Αυτό είναι που μετράει και στις αγορές χρήματος οι οποίες δανείζουν βάσει της ικανότητα κάθε χώρας να αποπληρώνει τα χρέη της. Για παράδειγμα το άλμα στο ΑΕΠ εφέτος και το 2022 μπορεί να κατεβάσει το ποσοστό του χρέους στο 194% από το 206% που ήταν το 2020.

Η άνοδος του ΑΕΠ νομοτελειακά φέρνει τη μείωση του δημόσιου χρέους. Ενα γεγονός που δεν είχε αξιολογηθεί σωστά στο παρελθόν όταν η κυρίαρχη πολιτική που χρησιμοποιήθηκε στα Μνημόνια για τη μείωση του χρέους ήταν η αύξηση των φόρων. Τη φρενήρη αύξηση της φορολογίας ως ποσοστό του ΑΕΠ τη βλέπουμε ανάγλυφα στην πίνακα 3 κατά την προενταξιακή περίοδο 1995-1999 στο ευρώ όπως και όταν άρχισαν να εφαρμόζονται τα σκληρά μέτρα των Μνημονίων 2010-2012. Η αύξηση όμως της φορολογίας, ιδιαίτερα τη δεύτερη αυτή περίοδο, οδήγησε σε πτώση της οικονομικής δραστηριότητα με αποτέλεσμα το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ να μεγαλώσει. Τώρα έχει γίνει αντιληπτό ότι το φορολογικό βάρος πρέπει να μειωθεί ώστε να συντηρηθεί η ήδη σημαντική ανάπτυξη που καταγράφεται.

Διακανονισμός

Ενώ η Ελλάδα έχει το υψηλότερο χρέος στην Ευρωζώνη, η εξυπηρέτησή του υπό τη μορφή δαπανών για τόκους είναι ιδιαίτερα χαμηλή (βλέπε πίνακα 3). Αυτό, εκτός από τα ήδη πολύ χαμηλά επιτόκια με τα οποία σήμερα δανειζόμαστε, οφείλεται στο «διακανονισμό» και την περίοδο χάριτος που έχουμε εξασφαλίσει με τις άλλες δανείστριες προς εμάς χώρες της Ε.Ε. Σήμερα για την εξυπηρέτηση των δανείων μας το βάρος των τόκων ως ποσοστό του συνολικού δανεισμού είναι 1,3% όταν κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη το κόστος των δανείων είναι 1,4%. Οι άλλες βαλκανικές χώρες (Βουλγαρία και Ρουμανία) έχουν έμμεσο κόστος χρήματος δύο και τρεις φορές μεγαλύτερο από εμάς ενώ της Τουρκίας είναι δεκαπενταπλάσιο.

Ανεμος αισιοδοξίας από τη γαλλοϊταλική συμμαχία

Αν και υπερχρεωμένη η Ελλάδα έχει καλές πιθανότητες να επιτύχει τον μακρόπνοο στόχο της μείωσης του χρέους και της ανόδου του βιοτικού μας επιπέδου. Ενας άνεμος αισιοδοξίας έρχεται από τη γαλλοϊταλική συμμαχία που στοχεύει να περιορίσει τις ακραίες μέχρι σήμερα συνταγές δημοσιονομικής πειθαρχίας που έχει επιβάλει η Γερμανία στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια προ της πανδημίας. Στο πρόσφατο άρθρο των Μακρόν και Ντράγκι στις 23 Δεκεμβρίου στους «Financial Times» με τίτλο «Οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ε.Ε. πρέπει να αναθεωρηθούν» είναι εμφανές ότι έχουν λάβει υπόψη τους τα λάθη που έγιναν στην περίπτωση της Ελλάδας των μνημονίων. Εκφράζοντας τις προθέσεις τους, αναφέρουν:

«Χωρίς αμφιβολία πρέπει να μειώσουμε τα επίπεδα του χρέους μας. Αλλά δεν μπορούμε να περιμένουμε να επιτευχθεί αυτό μέσω υψηλότερων φόρων ή αβάσταχτων περικοπών στις κοινωνικές δαπάνες, ούτε μπορούμε να πνίξουμε την ανάπτυξη μέσω μη βιώσιμων δημοσιονομικών προσαρμογών».

Οι δύο ηγέτες, με στόχο την αλλαγή της συνθήκης του Μάαστριχτ, λένε σαφέστατα ότι με την αύξηση των φόρων και τη μείωση αναγκαίων κοινωνικών δαπανών ουσιαστικά σκοτώνουμε τις προοπτικής βιώσιμης ανάπτυξης στην Ευρώπη. Η πολιτική της δημοσιονομικής προσαρμογής της Ευρώπης πρέπει να αλλάξει και η μείωση του χρέους των κρατών-μελών πρέπει να έχει ρεαλιστικά όρια. Υποστηρίζουν ότι η αύξηση του δανεισμού που προέρχεται από δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις πρέπει να είναι επιτρεπτές.

Οι τελευταίες αυτές εξελίξεις και η προσπάθεια μέσω των επενδύσεων να αυξήσουμε εμείς τους ρυθμούς ανόδου του ΑΕΠ ταυτίζονται με το πνεύμα στρατηγικής που ο γαλλοϊταλικός άξονας σήμερα χαράζει. Είναι σίγουρο ότι η Ελλάδα θα είναι ένθερμος υποστηρικτής των αλλαγών αυτών. Στην τελική ανάλυση δεν διαφέρει από το «χρυσό» κανόνα που εμείς εφαρμόζαμε μέχρι το 1980.