Σκληρή κριτική στην κυβέρνηση για τη διαχείριση της πανδημίας άσκησε ο Αλέξης Τσίπρας κατά τις παρεμβάσεις του στη διαδικτυακή εκδήλωση με θέμα: «Πανδημία CoViD-19 – Πώς φτάσαμε έως εδώ; Η επόμενη μέρα για τη χώρα μας». Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία έκανε λόγο για «εγκληματικές ευθύνες» και «εγκληματικά λάθη», καταλογίζοντας στην κυβέρνηση «ερασιτεχνισμό και ιδεοληψία».

Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης τόνισε ότι είναι επιτακτική η ανάγκη για ενίσχυση του ΕΣΥ και άμεσα και συνολικά, για άνοιγμα των ιδιωτικών κλινικών σε περιστατικά covid για να υπάρξει αποσυμφόρηση του δημόσιου συστήματος, για συνταγογράφηση και μαζικότητα των τεστ, για διαφάνεια στα επιδημιολογικά στοιχεία.

Στην εκδήλωση, που πραγματοποίησαν το avgi.gr, η «Αυγή» και το ραδιόφωνο «Στο Κόκκινο 105,», συμμετείχαν ο πρώην υπουργός Υγείας και τομεάρχης Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Ανδρέας Ξανθός, η Καθηγήτρια Ιατρικής ΕΚΠΑ, πρόεδρος του Ινστιτούτου Προληπτικής, Περιβαλλοντολογικής και Εργασιακής Ιατρικής Prolepsis, Αθηνά Λινού, η ειδικός Κοινωνικής Ιατρικής, επιδημιολόγος, επιστημονικός συνεργάτης ΑΠΘ, Μάγδα Γαβανά, ο αναπληρωτής καθηγητής Πνευμονολογίας ΕΚΠΑ και υπεύθυνος της Μονάδας CoViD-19 νοσοκομείου Ευαγγελισμός, Γιάννης Καλομενίδης, ο καθηγητής Υγιεινής, Κοινωνικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας ΑΠΘ, διευθυντής του ΚΕΠΥ, Αλέξης Μπένος, ο καθηγητής αιματολογίας στη Σορβόνη Γρηγόρης Γεροτζιάφας.

Κατά το κλείσιμο της εκδήλωσης μετά τις τοποθετήσεις, ο κ. Τσίπρας είπε πως καταλήγει ακόμα περισσότερο στη διαπίστωση ότι «η ραγδαία επιδείνωση της πανδημίας στη χώρα μας -μέσα σε έναν μήνα είχαμε τέσσερις φορές περισσότερους θανάτους απ’ ό,τι στους 7 πρώτους μήνες της πανδημίας-, δεν ήταν αναπόφευκτη, μπορούσαμε να το είχαμε αποφύγει». Εκτίμησε ότι «όλο αυτό συνέβη επειδή υπήρξε ένας εφησυχασμός, που βεβαίως αφορά τους πάντες, αλλά τον τόνο τον δίνουν αυτοί που διαχειρίστηκαν με απόλυτα επικοινωνιακό τρόπο την πρώτη φάση της πανδημίας, που ήταν επιτυχής και όλοι το είπαμε αυτό». Πρόσθεσε ότι το διαχειρίστηκαν «με έλλειψη σχεδίου και με το μυαλό τους μονάχα στην επικοινωνία και τη σκοπιμότητα αξιοποίησης αυτής της εξέλιξης, το διαχειρίστηκαν με έναν ερασιτεχνισμό και μια ιδεοληψία».

Διότι, όπως ανέφερε ο κ. Τσίπρας, «το να ανοίγεις τον τουρισμό, όπως τον άνοιξες, μπορεί να είναι έλλειψη σχεδιασμού και ερασιτεχνισμός, το να έχεις ελλιπή τεστ ή να μην έχεις σωστή λειτουργία του ΕΟΔΥ μπορεί να είναι έλλειψη σχεδίου και ερασιτεχνισμός, αλλά το να επιμένεις να μην ενισχύεις το δημόσιο σύστημα υγείας, να κάνεις παιχνίδια με τους ιδιώτες κλινικάρχες την ώρα που καιγόμαστε, να μην κάνεις διατίμηση ή συνταγογράφηση των τεστ, να επιμένεις σε μια λογική που προτάσσει τα κέρδη των ιδιωτών πάνω απ’ τη δημόσια υγεία, αυτό είναι ιδεοληψία». «Και την πληρώνουμε αυτή την ιδεοληψία», τόνισε.

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ σημείωσε ότι όμως η πιο κρίσιμη συζήτηση που ξεκινά αφορά στο από εδώ και πέρα, σχολιάζοντας ότι «όλα όσα ειπώθηκαν και θα ειπωθούν σε σχέση με τις ευθύνες είναι συζήτηση που θα συνεχιστεί, θα έχει βάθος χρόνου, οι εγκληματικές ευθύνες είτε της αδράνειας, είτε της αμέλειας, είτε της ιδεοληψίας, θα καταγραφούν». «Αλλά δεν είναι ώρα τώρα», υπογράμμισε. «Διάβασα και κάτι δημοσιεύματα για εξεταστικές επιτροπές, δεν είναι η ώρα τώρα, τώρα πρέπει να δώσουμε τη μάχη», πρόσθεσε. Τόνισε ότι το θέμα είναι να δώσουμε τη μάχη όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται για να προστατέψουμε τη δημόσια υγεία και την ανθρώπινη ζωή.

Ο κ. Τσίπρας ανέφερε ότι η ανάγκη να ανοίξουν οι ιδιωτικές κλινικές σε περιστατικά covid και να υπάρξει αποσυμφόρηση είναι επιτακτική, όπως και η ανάγκη συνταγογράφησης και μαζικότητας των τεστ, αλλά «και η διαφάνεια στα επιδημιολογικά στοιχεία είναι κρίσιμα θέματα, όπως και τα πρακτικά της Επιτροπής» επαναλαμβάνοντας ότι πρέπει να δοθούν στη δημοσιότητα ή τουλάχιστον στη Βουλή, στα κόμματα. Σημείωσε ότι είναι κρίσιμο θέμα η ενίσχυση του ΕΣΥ, ενώ σχολιάζοντας αναφορές των προλαλήσαντων περί απώλειας ηθικού μιας μεγάλης μερίδας ανθρώπων που δίνουν τη μάχη στην πρώτη γραμμή, χαρακτήρισε αδιανόητο να «υπάρχει η απόφαση να μην πληρωθούν οι υπερωρίες των νοσοκομειακών γιατρών». Υπογράμμισε ότι πρέπει να γίνει από εδώ και στο εξής η συζήτηση για τη συνολική ενίσχυση του ΕΣΥ ώστε να φτάσουν οι δαπάνες για την υγεία τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, να ενισχυθεί η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, να δοθούν κίνητρα σε νέους γιατρούς να στελεχώσουν τα δημόσια νοσοκομεία.

Αναφορικά με το θέμα του εμβολίου ο κ. Τσίπρας τόνισε: «Καλώς να έρθει, μην είμαστε μίζεροι, ωστόσο πρέπει να συμφωνήσουμε όλοι ότι δεν θα είναι το τέλος της πανδημίας και θα είναι άλλο ένα επικοινωνιακό λάθος της κυβέρνησης αν, προκειμένου να βγει από τη δύσκολη θέση, αναπαράξει ότι είναι το τέλος της πανδημίας». Υπογράμμισε ότι «εμείς θα πρέπει να δώσουμε το στίγμα ως δημόσια πρόσωπα, να πείσουμε τους συμπολίτες μας να εμβολιαστούν, γιατί αν δεν γίνει ούτε αυτό θα χάσουμε ένα εργαλείο». Πρόσθεσε ότι πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι «ακόμα και αν το Γενάρη ξεκινούσε ο εμβολιασμός στη χώρα μας, μακάρι να γίνει, με βάση τους ειδικούς θέλουμε 6 μήνες για να εμβολιαστεί όλος ο πληθυσμός και να λάβουμε υπόψη ότι το εμβόλιο για να μπορέσει να αποκτήσει ανοσία αυτός που θα το δεχτεί, θέλει τουλάχιστον 45 ημέρες», άρα, πρόσθεσε, αυτό σημαίνει ότι θέλουμε γύρω στους 8 μήνες.

Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπογράμμισε ότι συνεπώς «το μεγάλο ερώτημα είναι “τι γίνεται αυτό το διάστημα”». Τόνισε ότι σε αυτό το διάστημα θα πρέπει να συνεχίσουμε να παίρνουμε προφυλάξεις, θα πρέπει να μην ξαναπάμε σε τρίτο ή τέταρτο κύμα παράλληλα με τον εμβολιασμό, θα πρέπει να δούμε πώς θα μειωθεί ο αριθμός των απωλειών συμπολιτών μας, θα πρέπει να υπάρξει επιδημιολογική επιτήρηση, να ενισχυθεί το ΕΣΥ, η πρωτοβάθμια φροντίδα και ο ΕΟΔΥ και να αυξηθούν τα τεστ. Καταληκτικά, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ υπογράμμισε ότι «αν όλα αυτά δεν γίνουν και μείνουμε στο ότι “θα έρθει το εμβόλιο και θα σωθούμε”, θα είναι άλλο ένα εγκληματικό λάθος στα τόσα που έχουν γίνει μέχρι τώρα».

Τοποθετήσεις

Τις ελλείψεις που εντοπίζουν στη διαχείριση της πανδημίας, αλλά και τα όσα πρέπει να γίνουν από δω και πέρα, προκειμένου να μην υπάρξει και πάλι επιδείνωση της κατάστασης το επόμενο διάστημα, ανέλυσαν οι γιατροί και λοιμωξιολόγοι που συμμετείχαν στην εκδήλωση, την οποία συντόνισε ο δημοσιογράφος Νίκος Ξυδάκης.

Ανοίγοντας τη συζήτηση ο Γιάννης Καλομενίδης, υπεύθυνος της μονάδας Covid-19 στον «Ευαγγελισμό» έκανε λόγο για «συνθήκη απόλυτου ξεπεράσματος των αντοχών στη Βόρεια Ελλάδα», ενώ χαρακτήρισε εντελώς παράδοξο στην πόλη, που αντιμετωπίζει τόσο μεγάλο πρόβλημα τα μεγάλα ιδιωτικά νοσοκομεία να περιμένουν μήπως «ωφεληθούν» από τα άλλα περιστατικά που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν από τα δημόσια νοσοκομεία. Σε ό,τι αφορά την Αθήνα, ο Γ. Καλομενίδης ανέφερε πως την τελευταία εβδομάδα υπάρχει «ορατή ύφεση του φαινομένου» του κορονοϊού, «χωρίς ωστόσο να μπορεί κανείς να πει ότι είμαστε ασφαλείς». Προειδοποίησε δε, ότι «εάν δεν ληφθούν κάποια μέτρα, μετά τις γιορτές το Λεκανοπέδιο έχει αυξημένο κίνδυνο να ζήσει αυτά που ζει η Θεσσαλονίκη».

Η Μάγδα Γαβανά, ειδικός Κοινωνικής Ιατρικής, Επιδημιολόγος, επιστημονικός συνεργάτης ΑΠΘ παρουσίασε τις δυνατότητες αντιμετώπισης της πανδημίας από τις δομές πρωτοβάθμιας υγείας, μέσα από το παράδειγμα ενός προγράμματος που λειτουργεί στη Νέα Μηχανιώνα και στόχο έχει την ανάσχεση της πανδημίας. Όπως τόνισε, η πρωτοβάθμια υγεία πρέπει «να είναι οργανωμένη και να έχει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας», να είναι δηλαδή «παρούσα το προηγούμενο διάστημα». Ωστόσο, χαρακτήρισε το ΕΣΥ «γερασμένο» και υπογράμμισε πως η πρωτοβάθμια υγεία δεν έχει δει καινούρια οργανογράμματα από το 1986, σημειώνοντας πως στηρίζεται κυρίως σε κλινικούς γιατρούς και όχι επαγγελματίες υγείας που μπορούν να ασχοληθούν με την επιδημιολογική παρατήρηση, τη φροντίδα στο σπίτι, αλλά και την ιχνηλάτηση.

Ο πρώην υπουργός Υγείας και γιατρός Μικροβιολόγος, Ανδρέας Ξανθός, μάλιστα, υπογράμμισε πως «έχει χαθεί το στοίχημα της πρωτοβάθμιας υγείας».

«Θα πρέπει να έχουμε αναδιοργάνωση του συστήματος υγείας με ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας», σημείωσε ο τομεάρχης Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ, προσθέτοντας ότι «η πρωτοβάθμια υγεία σαφέστατα μπορούσε να παίξει ένα ρόλο ανασχετικό, αυτός έπρεπε να είναι ο στόχος του υπουργείου Υγείας». «Δεν ήταν επιλογή της κυβέρνησης να το κάνει, επικεντρώθηκε πολύ στο νοσοκομείο και κυρίως στις ΜΕΘ» είπε, συμπληρώνοντας ωστόσο ότι δεν έγιναν νέες κλίνες ΜΕΘ αλλά προϋπάρχουσες που μετατράπηκαν, με «πολύ ανεπαρκή στελέχωση» και «δυστυχώς με χαμηλά στάνταρντς φροντίδας».

Από την πλευρά της η καθηγήτρια Ιατρικής ΕΚΠΑ και πρόεδρος του Ινστιτούτου Προληπτικής, Περιβαλλοντολογικής και Εργασιακής Ιατρικής Prolepsis Αθηνά Λινού έθεσε το ζήτημα των ευάλωτων ομάδων πολιτών, όπως οι μετανάστες που «έχουν αντικίνητρα» για να συμμετέχουν στην ιχνηλάτηση και την επιδημιολογική επιτήρηση, σημειώνοντας ότι από την αρχή αγνοήθηκαν βασικοί «κοινωνικοοικονομικοί πυλώνες», όπως φάνηκε από την εξάπλωση στους Ρομά. Σε αυτό το πλαίσιο, η ίδια τόνισε πως «χρειαζόμαστε έναν διαφορετικό τρόπο επικοινωνίας του μηνύματος τόσο για την τήρηση των μέτρων όσο και για τον εμβολιασμό, αντί της επίρριψης της “ατομικής ευθύνης”», την οποία χαρακτήρισε «αντιδημοκρατική».

Επιπλέον, χαρακτήρισε «επικίνδυνο» ότι δεν αξιοποιήθηκε ο ρόλος των γιατρών εργασίας, ενώ επισήμανε ότι καθυστέρησε η καθολική χρήση μάσκας, παρά τις συστάσεις των ειδικών, ότι δεν αξιοποιήθηκε πλήρως η εξ αποστάσεως εργασία, καθώς αντί για 50% θα μπορούσε να είναι στο 90% και ότι δεν συνταγογραφήθηκαν τα τεστ. Τέλος, η Α. Λινού υπογράμμισε πως πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή στην αξιοποίηση του υπαίθριου χώρου κατά τη διαδικασία εμβολιασμού, προκειμένου να μην υπάρξει αύξηση μετάδοσης από τον συνωστισμό, η οποία θα αποδοθεί, όμως, στο εμβόλιο.

Ο Αλέξης Μπένος, καθηγητής Υγιεινής, Κοινωνικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας ΑΠΘ, διευθυντής του ΚΕΠΥ, υπογράμμισε με τη σειρά του, ότι οι κίνδυνοι να φτάσει η επιδημία στο σημείο που είναι τώρα, είχαν επισημανθεί ήδη από τον Μάρτιο, ενώ επέρριψε ευθύνες στην κυβέρνηση που παρότι η πανδημία βρήκε την Ελλάδα «γονατισμένη από 10 χρόνια λιτότητας και ένα σύστημα υγείας αποδεκατισμένο», συνέχισε να «αποδιαρθρώνει το σύστημα υγείας», προωθώντας τις «ιδιωτικοποιήσεις». Επίσης, κατηγόρησε την κυβέρνηση για «επικοινωνιακή διαχείριση» της πανδημίας, τονίζοντας την ανάγκη «διαφάνειας» στα επιδημιολογικά στοιχεία. καθώς η έλλειψή της είναι «βασική εστία των συνωμοσιολογικών θεωριών». Όπως είπε ο ίδιος, το lockdown είναι μια «λύση επί αποτυχίας των προηγουμένων», που είναι η επιδημιολογική επιτήρηση και η ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, ενώ προειδοποίησε ότι σε ό,τι αφορά το εμβόλιο πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι υπάρχουν ακόμη ερωτηματικά για την αποτελεσματικότητά του και ότι δε θα είναι δυνατό να φανούν τα αποτελέσματα πριν από το επόμενο φθινόπωρο.

Σχετικά με το εν λόγω ζήτημα μίλησε και ο Γρηγόρης Γεροτζιάφας, καθηγητής αιματολογίας στη Σορβόννη στο Παρίσι, επισημαίνοντας ότι το εμβόλιο δε θα είναι «πανάκεια που θα λύσει το πρόβλημα«, αλλά ένα εργαλείο περιορισμού της διάδοσης. «Όποιος διαμορφώνει πολιτική που στηρίζεται στο εμβόλιο, ετοιμάζει ένα επικοινωνιακό τρικ που θα εκμεταλλευτεί μία προσωρινή βελτίωση των αριθμών», υπογράμμισε, ενώ προειδοποίησε ότι αν η ελληνική κυβέρνηση κάνει πολιτική με το εμβόλιο, θα ισοδυναμεί με «πολιτική αποπροσανατολισμού» και θα είναι «πολιτικά ύποπτη».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ