Μια περίεργη και αβέβαιη περίοδος ξεκινά στη Γερμανία, μετά από πολλά χρόνια σχετικής σταθερότητας και αναμενόμενων επιλογών στην πολιτική σκηνή.

Οι ομοσπονδιακές εκλογές της 26ης του μηνός σηματοδοτούν το τέλος της εποχής Μέρκελ και την έναρξη μιας μεγάλης αναζήτησης της διάδοχης κατάστασης που προμηνύεται περίπλοκη και απαιτητική.

Μετά από 16 χρόνια στην καγκελαρία και αφού έσπασε το ρεκόρ του μέντορά της, Χέλμουτ Κολ, η Ανγκελα Μέρκελ κλείνει την πολιτική της καριέρα. Η «καγκελάριος από τεφλόν», η «Μητερούλα», η «Σιδηρά κυρία» (μερικά από τα προσωνύμια που την ακολουθούσαν) θα κρεμάσει τα πολύχρωμα σακάκια που προτιμούσε πάνω από το μαύρο παντελόνι και θα παρακολουθεί την πολιτική ζωή από τα μετόπισθεν. Ομως φεύγει ανήσυχη και προβληματισμένη, καθώς βλέπει ότι το κεντροδεξιό κόμμα της, η Χριστιανική Δημοκρατική Ενωση (CDU) καταρρέει δημοσκοπικά και ενδεχομένως ο διάδοχός της να μην είναι ο «εκλεκτός της» Αρμιν Λάσετ, αλλά ο ηγέτης των Σοσιαλδημοκρατών Ολαφ Σολτς.

Παρά τον προεκλογικό αγώνα υπέρ του Λάσετ, στον οποίο έχει αποδυθεί η κ. Μέρκελ, η Χριστιανική Ενωση (που περιλαμβάνει και τους Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας) δεν αποδίδει τα αναμενόμενα. Πολλοί  Γερμανοί κεντροδεξιοί εμφανίζονται δικαιωμένοι επειδή πίστευαν από την αρχή ότι ο Λάσετ ήταν «λίγος» για καγκελάριος και μάλιστα διάδοχος της δημοφιλούς Μέρκελ. Ομως εκείνη τον είχε στηρίξει για την ηγεσία της Ενωσης CDU/CSU (Χριστιανοδημοκρατών-Χριστιανοκοινωνιστών) πιστεύοντας ότι αντιπροσωπεύει τη συνέχεια της δικής της πολιτικής.

Το προβάδισμα 5 μονάδων που εμφανίζει το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) στις δημοσκοπήσεις το τελευταίο διάστημα έχει προσδώσει ένα δραματικό στοιχείο στις ομοσπονδιακές εκλογές της Γερμανίας, που είναι εξίσου κρίσιμες και για όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση. Από την αρχή του χρόνου είχε διαφανεί η δυσκολία των Χριστιανοδημοκρατών να συγκρατήσουν την πρωτιά. Η κόπωση μετά από τέσσερις κυβερνήσεις, η έλλειψη οράματος και η αποχώρηση της Μέρκελ αποτελούσαν τα μεγάλα εμπόδια για μια νέα νίκη των συντηρητικών. Η χρονιά ξεκίνησε με άνοδο των Πρασίνων, που γρήγορα ξεφούσκωσαν λόγω λαθών της ηγεσίας τους, διατηρώντας πάντως ένα ικανοποιητικό ποσοστό αποδοχής. Ο Λάσετ φάνηκε να ευνοείται από την πτώση των Πρασίνων, όμως αυτό δεν κράτησε πολύ. Το προβάδισμά του εξανεμίστηκε μετά τις καταστροφικές και φονικές πλημμύρες του Ιουλίου στη Δυτική Γερμανία. Ο Λάσετ έδειξε ένα «ελαφρύ» πρόσωπο, στερούμενο του κύρους και της ενσυναίσθησης που απαιτείται σε στιγμές μεγάλης καταστροφής, καθώς «συνελήφθη» από τις κάμερες να γελά με τους συνεργάτες του στη διάρκεια της περιοδείας στις πληγείσες περιοχές. Οι πολιτικοί αναλυτές σχολίασαν ότι αυτή η κακή στιγμή μπορεί να του στοιχίσει στις εκλογές και δεν έπεσαν έξω. Ισως δεν έφταιγαν μόνο οι πλημμύρες, συμπαρέσυραν πάντως μέρος του ποσοστού προτίμησης των Γερμανών προς το CDU και τώρα όλη η Ευρώπη συζητεί το ενδεχόμενο να διαδεχθεί ο Σολτς τη Μέρκελ στην καγκελαρία. Πολλοί ωστόσο δεν αιφνιδιάστηκαν, αφού θεωρούν τον Σολτς ως τον καλύτερο διάδοχο της Μέρκελ! Αρκετά συντηρητικός, επισήμως εκπρόσωπος της κεντρώας πτέρυγας του SPD, νοιάζεται για το μεγάλο κεφάλαιο. «Ο Σολτς μερκελοποιείται», έγραψε το Spiegel, τονίζοντας ότι ο σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος θέλει να εμφανίζεται ως ο μοναδικός αληθινός κληρονόμος της καγκελαρίου!

                                   Το μετεκλογικό παζλ

Ακόμη κι αν κερδίσουν οι Σοσιαλδημοκράτες με τη διαφορά που παρουσιάζουν οι δημοσκοπήσεις, θα πρέπει να επιλύσουν τον γρίφο του σχηματισμού κυβέρνησης, που μάλλον θα αποδειχθεί πιο δύσκολος από κάθε άλλη φορά, με χρονοβόρες μετεκλογικές διαβουλεύσεις. Οι εκλογολόγοι διαβλέπουν μια πολυκομματική Μπούντεσταγκ, γεγονός που σημαίνει ότι δύσκολα θα βγει ο λευκός καπνός της συγκρότησης νέας γερμανικής κυβέρνησης. Οι περισσότερες δημοσκοπήσεις φέρουν τα ποσοστά της Χριστιανικής Ενωσης γύρω στο 20-21% ενώ σύμφωνα με την έρευνα του Ινστιτούτου Forsa, η CDU-CSUέπεσε στο 19%, «το χαμηλότερο ποσοστό από το 1949». Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα έφθασε στο 25%, οι Πράσινοι συγκεντρώνουν 17% και οι Φιλελεύθεροι (FDP) 13%. Η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) σταθεροποιείται στο 11% και η Αριστερά βρίσκεται στο 7%.

Αναλόγως με τα ποσοστά των κομμάτων που θα βγάλει η κάλπη, θα ερευνηθεί ο συνασπισμός κομμάτων που μπορεί να σχηματίσει σταθερή κυβέρνηση. Περίπτωση επανάληψης του «Μεγάλου Συνασπισμού» (Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών) δεν διαφαίνεται, όχι μόνο γιατί το SPD θεωρεί ότι πλήρωσε ακριβά αυτές τις συνεργασίες, αλλά και  λόγω των αριθμητικών δεδομένων. Επίσης, ο Σολτς έχει αποκλείσει πιθανή συνεργασία με την Αριστερά, καθώς οι ψηφοφόροι των Σοσιαλδημοκρατών προτιμούν κυβέρνηση με τους Πράσινους ή με άλλο κόμμα (εκτός του ακροδεξιού AfD). Από την πλευρά τους, οι Χριστιανοδημοκράτες βολιδοσκοπούν την πιθανότητα να σχηματίσουν κυβέρνηση με τους Πράσινους και τους Φιλελευθέρους. Σε κάθε περίπτωση, ο επόμενος κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας θα είναι τρικομματικός (τουλάχιστον).