Στον έλεγχο του αμερικανικού ομίλου τροφίμων Mondelēz International, έναντι του ποσού-«μαμούθ» των 2 δισ. δολαρίων, περνά η εταιρία του επιχειρηματία Σπύρου Θεοδωρόπουλου, Chipita.

Ωστόσο, στη συμφωνία δεν περιλαμβάνεται η αλλαντοβιομηχανία Π.Γ. ΝΙΚΑΣ ΑΒΕΕ και τα δικαιώματα μειοψηφίας στην κοινοπραξία της Chipita στην Ινδία.

Η ελληνική εταιρία, η οποία ιδρύθηκε πριν από 40 χρόνια, κατέχει ηγετικό ρόλο και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στην κατηγορία προϊόντων ζύμης και πρωινού σνακ στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη, ενώ οι πωλήσεις της το 2020 ξεπέρασαν τα 580 εκατ. δολάρια. Διαθέτει, δε, ένα διευρυμένο προϊοντικό χαρτοφυλάκιο με κρουασάν και προϊόντα ζύμης, συμπεριλαμβανομένων των 7Days, Chipicao και Fineti. Μάλιστα, ήταν στην πρώτη γραμμή της εξέλιξης και της ανάπτυξης σε αυτόν τον τομέα σε πολλές χώρες, λόγω της ισχυρής καινοτομίας της και των δυνατοτήτων παραγωγής που διαθέτει.

Στόχοι

«Καλωσορίζουμε στην οικογένεια της Mondelēz International τα γευστικά προϊόντα ζύμης της Chipita τα οποία δίνουν περαιτέρω ώθηση στη στρατηγική μας για να γίνουμε ένας παγκόσμιος ηγέτης στην ευρύτερη κατηγορία των σνακ», δήλωσε ο Dirk Van de Put, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Mondelēz International.

Πρόσθεσε, δε, ότι τα εμβληματικά brands και η σημαντική παρουσία της Chipita σε τόσες πολλές ελκυστικές αγορές αποτελούν ένα ισχυρό στρατηγικό συμπλήρωμα στο υπάρχον χαρτοφυλάκιο του αμερικανικού ομίλου και στις μελλοντικές του φιλοδοξίες για ανάπτυξη στην Ευρώπη και πέραν αυτής.

Σημειώνεται ότι τα προϊόντα της Chipita, που παράγονται σε 13 εργοστάσια και πωλούνται σε περισσότερες από 50 χώρες, προσεγγίζουν τα 2 δισ. καταναλωτών. Αυτό θα δώσει τη δυνατότητα στη Mondelēz International να προσφέρει στους καταναλωτές ένα πλήρες χαρτοφυλάκιο προϊόντων αρτοποιίας, όπως μπισκότα, κέικ και, τώρα για πρώτη φορά, προϊόντα ζύμης και να καλύψει την αυξανόμενη καταναλωτική ζήτηση για αυτό το κομμάτι της αγοράς.

Επέκταση…

Εκτός από την προσθήκη μιας νέας κατηγορίας στο προϊοντικό χαρτοφυλάκιο του αμερικανικού κολοσσού, η εξαγορά της ελληνικής εταιρίας θα ενισχύσει την παρουσία του στις ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης όπου η δραστηριότητα της Chipita είναι ιδιαίτερα έντονη.

Παράλληλα, η Mondelēz International θα χρησιμοποιήσει το δίκτυο διανομής της Chipita στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη για να ενισχύσει τη δική της διανομή και να συνεχίσει να φέρνει τις μάρκες της στην περιοχή.

Μάλιστα, η απόκτηση της Chipita θα επιτρέψει στον όμιλο να συνεχίσει το πλάνο επέκτασής της και σε γρήγορα αναπτυσσόμενες κατηγορίες της αγοράς των σνακ. Σημειώνεται ότι το 2021 η εταιρία απέκτησε την Grenade, μια κορυφαία εταιρία προϊόντων υψηλής διατροφικής αξίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Gourmet Food Holdings, μια αυστραλιανή εταιρία τροφίμων στην ελκυστική κατηγορία των premium μπισκότων και κράκερ, και την Hu, μια εταιρία στην κατηγορία του well-being σνακ στις ΗΠΑ.

Επίσης, η συμφωνία εκτιμάται ότι θα προσφέρει ευκαιρίες καινοτομίας και συνδυασμού σημάτων, φέρνοντας τις εμβληματικές μάρκες σοκολάτας της Mondelēz International σε νέες κατηγορίες. Με την πάροδο του χρόνου, δε, ο αμερικανικός όμιλος αναμένει να επιτύχει εκτενείς συνέργειες και μια σειρά από οφέλη στην Chipita, συμπεριλαμβανομένης της ευρείας τεχνογνωσίας στον τομέα των προμηθειών και της παραγωγής, αξιοποιώντας τις υπάρχουσες διαφοροποιημένες δυνατότητες της Chipita.

Το τίμημα της εξαγοράς, το οποίο ανέρχεται σε περίπου 2 δισ. δολάρια, χρηματοδοτήθηκε μέσω ενός συνδυασμού έκδοσης νέου δανεισμού και υφιστάμενων ρευστών διαθεσίμων, ενώ η Mondelēz εκτιμά ότι η συναλλαγή θα συμβάλει στην άμεση αύξηση των κερδών ανά μετοχή.

Σπύρος Θεοδωρόπουλος: Ανοίγονται νέες προοπτικές

Ο διευθύνων σύμβουλος της Chipita, Σπύρος Θεοδωρόπουλος, δήλωσε ότι «η Chipita για περισσότερα από 40 έτη, στηριζόμενη στην ποιότητα και την καινοτομία, δημιούργησε μία νέα κατηγορία σνακ που οι καταναλωτές αγάπησαν διεθνώς. Είμαι βέβαιος ότι η εξαγορά της Chipita από την Mondelez International -μία από τις κορυφαίες εταιρίες σνακ στον κόσμο- θα δημιουργήσει νέες προοπτικές για τους ανθρώπους της και τα προϊόντα της».