Φαίνεται ότι τα προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι όσα και τα κράτη-μέλη της, 27 τον αριθμό. Κάποιες όμως χώρες είναι πολύ πιο προβληματικές από τις άλλες, ιδίως όσες προσχώρησαν βιαστικά το 2005 μην έχοντας τη δημοκρατική παράδοση και το πνεύμα ενότητας που κουβαλάει η «παλαιά Ευρώπη». Η στάση των χωρών του Βίσεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία) στη μεταναστευτική κρίση του 2015 είναι ενδεικτική, αλλά όχι το μόνο παράδειγμα.

Τα προβλήματα της βιαστικής διεύρυνσης -με ευθύνη της Γερμανίας, που μετά τη δική της ενοποίηση το 1990 έσπευσε να ενοποιήσει και τον θεωρούμενο «ζωτικό χώρο της» στην Ανατολή- τα βρίσκει η Ενωση διαρκώς μπροστά της. Και είναι αμφίβολο αν μπορεί να απαλλαγεί από αυτά «κόβοντας» το «άρρωστο» μέλος, όπως στην περίπτωση του Brexit.

Η απειλή για Polexit

Το πρόβλημα της Πολωνίας δεν γεννήθηκε με την πρόσφατη απόφαση του Συνταγματικού της Δικαστηρίου να αναγνωρίσει την υπεροχή του εθνικού Συντάγματος έναντι του Κοινοτικού Δικαίου και των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων. Ηταν απλώς η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και έβγαλε στον αφρό την προοπτική του Polexit, δεδομένου ότι το «πατριωτικο-συντηρητικο-λαϊκιστικό» πολωνικό καθεστώς δεν δείχνει καμία διάθεση συμμόρφωσης με τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Στο σκάκι λέγεται ότι «η απειλή είναι χειρότερη από την πραγματοποίησή της». Η περίπτωση του Brexit το διέψευσε, ανοίγοντας το «κουτί της Πανδώρας» όχι μόνο στο εσωτερικό της Βρετανίας αλλά και στις σχέσεις της με την Ε.Ε. για σειρά θεμάτων (ιρλανδικό, αλιεία, μετανάστευση κ.λπ.).

Προτού ασχοληθούμε με τις πιθανές παρενέργειες ενός Polexit, καλό θα ήταν να εξετάσουμε κατά πόσον είναι ρεαλιστικό ή πρόκειται για απειλή-φάντασμα, όπως διαβεβαιώνει η ίδια η πολωνική κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός, Ματέους Μοραβιέτσκι, και ο ιστορικός ηγέτης του κυβερνώντος κόμματος PiS (Νόμος και Δικαιοσύνη), Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, αποδίδουν την καλλιέργεια φόβου σε προεκλογικές σκοπιμότητες της -στερούμενης επιχειρημάτων- φιλοευρωπαϊκής αντιπολίτευσης, με ηγέτη τον πρώην πρωθυπουργό, Ντόναλντ Τουσκ, ένα επιφανές στέλεχος της ευρωγραφειοκρατίας (διετέλεσε πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου πριν από τον Σαρλ Μισέλ).

Οσο κι αν η κοινή παρέμβαση των υπουργών Εξωτερικών Γαλλίας και Γερμανίας, Ζαν-Ιβ Λεντριάν και Χάικο Μάας, κατά της απόφασης του πολωνικού δικαστηρίου δημιούργησε την εντύπωση βαθιάς κρίσης, πρόσφατη ανάλυση του Politico εξηγεί ότι το Polexit είναι ελάχιστα πιθανό για μια σειρά λόγων. Αυτό όμως δεν λύνει το πρόβλημα, αφού η διαλυτική παρουσία της Βαρσοβίας στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα υπονομεύσει de facto κάθε προσπάθεια βαθύτερης οικονομικής, πολιτικής και αμυντικής ενοποίησης.

Δεν έχει πού να πάει…

Το βασικό αντεπιχείρημα για το Polexit είναι ότι σε αντίθεση με τη Βρετανία, που επιδιώκει να αναστήσει το παλιό της αυτοκρατορικό μεγαλείο (έστω και σαν καρικατούρα του παρελθόντος), η Πολωνία, αν φύγει από την Ε.Ε., δεν έχει πού να πάει! Την τελευταία 15ετία γνώρισε την ασφαλέστερη και πιο ευημερούσα περίοδο εδώ και τουλάχιστον τέσσερις αιώνες, ενώ αυτήν τη στιγμή 2 εκατομμύρια Πολωνοί εργάζονται στην Ευρώπη. Η ένταξη στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ την απομάκρυνε από τη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας, απέναντι στην οποία δεν θέλει να ξαναβρεθεί μόνη της. Είναι αλήθεια ότι επί προεδρίας Τραμπ η πολωνική κυβέρνηση έκανε εντυπωσιακό άνοιγμα στις ΗΠΑ, δίκην ρελάνς από τη Γερμανία, με την οποία εξακολουθεί να βρίσκεται στα μαχαίρια για τις πολεμικές αποζημιώσεις. Ομως, ο Τζο Μπάιντεν δεν βλέπει με την ίδια θέρμη τη μετατροπή της Πολωνίας σε προκεχωρημένο στρατιωτικό φυλάκιο αντί της Γερμανίας. Θεωρητικά, το εθνικιστικό όραμα των Πολωνών περιλαμβάνει την υλοποίηση της Πρωτοβουλίας των Τριών Θαλασσών μαζί με τις άλλες χώρες του Βίσεγκραντ, που σκοπεύει να ενώσει τον χώρο ανάμεσα στη Βαλτική, στην Αδριατική και τη Μαύρη Θάλασσα (το πολωνικό βασίλειο, η Ουγγαρία και η Αυστροουγγαρία κάποτε εκτείνονταν έως εκεί). Ομως, η Τσεχία, η Ουγγαρία και η Σλοβακία παραμένουν μέλη της Ε.Ε. και είναι αμφίβολο αν θα συμμετείχαν σε τέτοια τυχοδιωκτικά πλάνα της Βαρσοβίας.

Επίσης, ένας αστάθμητος παράγων που συστηματικά υποτιμάται από τους κινδυνολόγους του Polexit είναι ο πολωνικός λαός. Ενώ οι Αγγλοι ήταν ανέκαθεν δύσπιστοι με την ΕΟΚ/Ε.Ε. και τελικά έκαναν το μεγάλο βήμα, οι Πολωνοί είπαν κατά 74% «Ναι» στο ενταξιακό δημοψήφισμα του 2003 και σήμερα το ποσοστό αυτό θα ξεπερνούσε το 80%. Διόλου περίεργο, δεδομένου ότι από το 2004 η Πολωνία εισέπραξε από την Ε.Ε. πάνω από 127 δισ. ευρώ (περισσότερα από κάθε άλλη χώρα) με τα οποία έφτιαξε δρόμους, σχολεία, υποδομές και ποδοσφαιρικά γήπεδα. Από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης περιμένει άλλα 139 δισ. ευρώ συν 34 δισ. σε δάνεια. Το 80% των εξαγωγών της απορροφάται από την Ε.Ε. και το 2017 το βιοτικό επίπεδο των Πολωνών έφτασε το 70% του ευρωπαϊκού μέσου όρου έναντι 45% το 2004, ένα ιστορικό ρεκόρ από καταβολής του πολωνικού έθνους-κράτους.

Ετσι, λοιπόν, εξηγείται η φράση του Ευρωπαίου επιτρόπου Βιομηχανίας, Τιερί Μπρετόν, «δεν πίστεψα ούτε για ένα δευτερόλεπτο ότι θα υπάρξει Polexit», που συμβαδίζει με παλαιότερη δήλωση του Πολωνού υπ. Εξωτερικών, Ζμπίγκνιεφ Ράου: «Το Polexit είναι κάτι εντελώς παράλογο και κανένα κόμμα δεν το προτείνει στα σοβαρά».

Αυτό δεν σημαίνει ότι η αντι-φιλελεύθερη, υπερσυντηρητική ατζέντα της παράταξης Κατσίνσκι στη Δικαιοσύνη, στον Τύπο, στις αμβλώσεις, στα δικαιώματα γυναικών, ομοφυλοφίλων και μεταναστών δεν θα αποτελεί συνεχή εστία τριβής με την Ε.Ε., που μπορεί να οδηγήσει, αν όχι σε διαζύγιο, σε μια καταστροφική πολιτική διάσταση Βαρσοβία και Βρυξέλλες…