Ο Σίνισα Μιχαΐλοβιτς πάσχει από λευχαιμία, όπως ανακοίνωσε ο ίδιος ο προπονητής της Μπολόνια, σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε επί τούτω. «Θέλω να είμαι ξεκάθαρος: οι αναλύσεις έδειξαν ότι υπάρχει κάτι μη κανονικό. Όταν μου το είπαν ήταν σαν να δέχθηκα γροθιά, ήμουν δύο μέρες στο δωμάτιο κι έκλαιγα» δήλωσε ο Μιχαΐλοβιτς, προσθέτοντας: «Δεν είναι δάκρυα φόβου, ξέρω ότι θα το νικήσω».

Και συνέχισε: «Ποτέ δεν παίζω για να μην χάσω, αλλιώς θα χάσω: αυτό συμβαίνει στο ποδόσφαιρο, αυτό και στη ζωή. Θα πολεμήσω τη λευχαιμία, και θα το κάνω για τη γυναίκα μου, για την οικογένειά μου, για εκείνους που με αγαπούν». Ο Σέρβος τεχνικός δεν συγκράτησε τα δάκρυα, μετά την ανακοίνωση της νόσου. «Είναι μια επιθετική μορφή, μπορεί να θεραπευτεί και θα τη νικήσω, αλλά έχω ανάγκη τη βοήθεια όλων εκείνων που με αγαπούν», υπογράμμισε.

Η είδηση, σύμφωνα με την οποία ο προπονητής θα μπορούσε να αφήσει την Μπολόνια για λόγους υγείας, είχε επισημανθεί από κάποια τοπικά μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ο Μιχαΐλοβιτς δεν βρίσκεται με τους «ροσομπλού» στην προετοιμασία του Καστελρότο, στο Άλτο Αντίτζε. Η Μπολόνια ξεκίνησε την Πέμπτη, αλλά ο τεχνικός της παρέμεινε στην πόλη επειδή επηρεάστηκε από το νέο.

«Ο Μιχαΐλοβιτς θα είναι σε θέση και πρέπει να συνεχίσει τις δραστηριότητές του, αν και θα υπάρξουν στιγμές που θα απομακρυνθεί από την ομάδα για τις θεραπείες. Μιλάμε για μία ασθένεια την οποία μπορείς να πολεμήσεις και να νικήσεις, και να τη νικήσεις ακόμη και σε σύντομο χρονικό διάστημα» δήλωσε ο γιατρός Τζάνι Νάνι για την περίπτωση. «Η θεραπεία θα ξεκινήσει την Τρίτη. Δεν μπορούμε να πούμε πόσο θα διαρκέσει, γνωρίζουμε τη διάγνωση αλλά όχι τον τύπο της λευχαιμίας», πρόσθεσε.

Ο Μιχαΐλοβιτς επέστρεψε στην Μπολόνια (όπου είχε ξεκινήσει ως προπονητής πριν από 10 χρόνια) τον Ιανουάριο, όταν πήρε μια ομάδα ένα βήμα πριν από τον υποβιβασμό στη Β΄ Εθνική, οδηγώντας την στη σωτηρία και κατακτώντας την επαναβεβαίωση. «Είσαι πολύ ισχυρός» ήταν το μήνυμα του ομοσπονδιακού προπονητή της Εθνικής Ιταλίας, Ρομπέρτο Μαντσίνι, που με τον τεχνικό της Μπολόνια μοιράστηκε έναν τίτλο πρωταθλήματος στη Λάτσιο ως ποδοσφαιριστής και δύο στην Ίντερ, ως τεχνικός και βοηθός.