Ανεβάζει στροφές… το ηλεκτρονικό εμπόριο στην Ελλάδα, παρότι ακόμη βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε., με λιγότερα από 6 στα 10 άτομα να πραγματοποιούν αγορές διαδικτυακά το 2020, όπως σημειώνεται στο πλαίσιο σχετικής κλαδικής έρευνας της Επιτροπής Ανταγωνισμού (Ε.Α.).
Η δυναμική πορεία που διαγράφει το e-commerce στη χώρα αποτυπώνεται στο διαχρονικά, σταθερά, αυξανόμενο ποσοστό που καταλαμβάνουν οι ηλεκτρονικές πωλήσεις στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ). Για την ακρίβεια, οι e-πωλήσεις είναι τα τελευταία 5 χρόνια σε ανοδική τροχιά, σημειώνοντας 82,7% αύξηση το 2019, σε σχέση με το 2015, ενώ η πρόβλεψη για το 2020 ήταν για περαιτέρω 37,8% αύξηση, συγκριτικά με το 2019.

Ο δε κύκλος εργασιών του λιανικού ηλεκτρονικού εμπορίου υπερδιπλασιάστηκε μεταξύ 2015-2020 (από 4,10 δισ. ευρώ σε 10,7 δισ. ευρώ). Ο ρυθμός αύξησης για το 2020, σε σχέση με το 2019, φτάνει στο 42,67%, ενώ είναι αξιοσημείωτη η σύγκριση των ετών 2019 και 2020 με το 2015, καθώς παρατηρείται αύξηση 97% και 182% αντίστοιχα.

Στο μεταξύ, η πρόσβαση στο Διαδίκτυο ατόμων ηλικίας 16-74 ετών (από την κατοικία τους) αυξήθηκε σε 80,4% το 2020, από 46,4% το 2010. Για την ίδια κατηγορία πληθυσμού παρατηρείται αύξηση πρόσβασης στο Ιντερνετ το 2020 σε 78,7%, από 44,4% που ήταν το 2010 (στοιχεία ΕΛ.ΣΤΑΤ., Stochasis).

» ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ

Από την έρευνα της Ε.Α. προκύπτει πως οι ηλεκτρονικές αγορές έχουν τέσσερα βασικά οφέλη:

  1. Η αγορά πραγματοποιείται χωρίς μετακίνηση, με ευκολία.
  2. Ο καταναλωτής μπορεί να κάνει τα ψώνια του σε βραδινές ώρες/σε ώρες που τα φυσικά καταστήματα δεν λειτουργούν.
  3. Υπάρχει πρόσβαση στα προϊόντα που δεν υπάρχουν σε φυσικά καταστήματα.
  4. Το ζήτημα της υγιεινής και της αποφυγής συγχρωτισμού.
    Παρ’ όλα αυτά, το φυσικό δίκτυο εξακολουθεί να υπερτερεί του ψηφιακού όσον αφορά στην αγοραστική εμπειρία, στην προσωποποιημένη εξυπηρέτηση και τη συμμετοχή των καταναλωτών.» ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ

Βασικοί ανασταλτικοί παράγοντες για την πραγματοποίηση ηλεκτρονικών αγορών από τους καταναλωτές είναι τα μεταφορικά έξοδα και οι χρόνοι παράδοσης των προϊόντων. Σημαντικός κρίνεται επίσης και ο παράγοντας της διάθεσης στοιχείων επικοινωνίας με το ηλεκτρονικό κατάστημα, καθώς αυξάνει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών σε αυτό.

Πάντως, η ανησυχία τους για αγορές από καταστήματα του εξωτερικού είναι υψηλότερη σε σχέση με την πραγματοποίηση ηλεκτρονικών αγορών από ελληνικής έδρας καταστήματα.

Ακόμη, διαπιστώνεται ότι οι καταναλωτές δίνουν μεγάλη σημασία στην επιλογή πληρωμής με αντικαταβολή. Είναι πιο απαιτητικοί απέναντι στα χαρακτηριστικά που αναμένουν να πληρούν τα ελληνικά ηλεκτρονικά καταστήματα, σε σχέση με τα αλλοδαπής έδρας. Την ίδια στιγμή, όμως, τείνουν να προτιμούν τα πρώτα με γνώμονα και την ενίσχυση των ελληνικών καταστημάτων, έναντι των αλλοδαπών.

Οπως επισημαίνει η Ε.Α., οι παραπάνω ανησυχίες, που λειτουργούν αποτρεπτικά για την πραγματοποίηση ηλεκτρονικών αγορών, δεν αντικατοπτρίζουν επακριβώς τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι καταναλωτές.

Ειδικότερα, οι περιπτώσεις απάτης, που περιλαμβάνονται στους βασικούς ανασταλτικούς παράγοντες για πραγματοποίηση ηλεκτρονικών αγορών, στην πράξη συγκεντρώνουν ιδιαίτερα μικρά ποσοστά «συχνής» (έστω και απλώς «αρκετά συχνής» έναντι π.χ. «πολύ συχνής» ή «πάντα») εμφάνισης, σύμφωνα με τις απαντήσεις των καταναλωτών.

Με αυτά τα δεδομένα, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ενδεχομένως οι αποτρεπτικοί παράγοντες για πραγματοποίηση ηλεκτρονικών αγορών που προβάλλουν πολλοί καταναλωτές είναι, κυρίως, ανησυχίες βασισμένες σε μεμονωμένα περιστατικά, παρά προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν συχνά.
Αντίθετα, τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στην πράξη οι καταναλωτές αφορούν στη μη διαθεσιμότητα των προϊόντων και στους μεγάλους χρόνους παράδοσης, που υπερβαίνουν τα αναφερόμενα κατά την πραγματοποίηση της συναλλαγής.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ: Τα εμπόδια για τη μετάβαση στο e-μπόριο

Αναφορικά με τις επιχειρήσεις, στα εμπόδια που λειτουργούν αποτρεπτικά στη δραστηριοποίησή τους στο ηλεκτρονικό εμπόριο περιλαμβάνονται:
• Το υψηλό κόστος δημιουργίας, λειτουργίας και προώθησης ενός ηλεκτρονικού καταστήματος, το οποίο επηρεάζει ακόμα περισσότερο τις μικρού μεγέθους επιχειρήσεις.
• Η δυσχέρεια πρόσβασης των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση για τη δραστηριοποίησή τους στο ηλεκτρονικό εμπόριο.
• Η έλλειψη των απαραίτητων γνώσεων.
• Η σειρά υποχρεώσεων και γραφειοκρατικών διαδικασιών (π.χ. η απαίτηση έκδοσης πολλών διοικητικών αδειών που σχετίζονται με την πολυκαναλική δραστηριοποίηση).
• Η δυσκολία έως και πλήρη αδυναμία πρόσβασης των επιχειρήσεων σε δεδομένα.
• Το κόστος χρήσης υπηρεσιών πληρωμών και ιδίως το κόστος προμήθειας του τεχνικού εξοπλισμού (POS) και οι υψηλές χρεώσεις των τραπεζών για ηλεκτρονικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται με τη χρήση κάρτας.

Σε σχέση με τη διασυνοριακή δραστηριοποίηση των επιχειρήσεων, πέραν των προβλημάτων που αφορούν στη γλώσσα, στις διαφορές στο ρυθμιστικό πλαίσιο και στο υψηλό κόστος αποστολής, ως τροχοπέδη λειτουργούν και θέματα που σχετίζονται με τις μεταφορές των προϊόντων.

Διασύνδεση
Η Ε.Α. υποστηρίζει πως απαιτείται η επιτελική και στρατηγική σχεδίαση του ηλεκτρονικού εμπορίου με συνεργασία και διασύνδεση των αρμόδιων φορέων και υπηρεσιών προκειμένου:

• Να θεσπιστούν νέες διατάξεις, όπου απαιτείται (με ταυτόχρονη κατάργηση των παρωχημένων, που να παρέχουν ευελιξία στην υιοθέτηση νέων επιχειρηματικών μοντέλων για την ενίσχυση του ηλεκτρονικού εμπορίου και των διασυνοριακών συναλλαγών, με πρωταρχικό, ωστόσο, μέλημα την ευημερία του καταναλωτή.

• Να επιτευχθούν η συνεπής και συνεκτική εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου και η συστηματική ερμηνεία του από τις αρμόδιες Αρχές, η οποία μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία ενός ισότιμου πεδίου ανταγωνισμού, ενισχύοντας ταυτόχρονα την πρόσβαση των επιχειρήσεων στην ενιαία αγορά και την ανάπτυξη της δραστηριότητάς τους.

• Να παρασχεθούν κατευθυντήριες γραμμές για την ψηφιακή ενημέρωση των καταναλωτών και την ψηφιακή κατάρτιση επιχειρήσεων, σε συνεργασία με θεσμικούς, κλαδικούς και επιστημονικούς φορείς.