Τον «τσάρο του Εμπολα» στην κυβέρνηση Ομπάμα διόρισε προσωπάρχη του Λευκού Οίκου ο Τζο Μπάιντεν, στέλνοντας μήνυμα ότι δίνει προτεραιότητα στην καταπολέμηση της πανδημίας που γονατίζει τις ΗΠΑ και όλη την ανθρωπότητα.

Ο 59χρονος δικηγόρος, απόφοιτος του Χάρβαρντ, Ρον Κλάιν, ήταν σφοδρός πολέμιος της τακτικής Τραμπ απέναντι στην Covid-19 και διαθέτει τεράστια πολιτική εμπειρία, όπως και στενή σχέση εμπιστοσύνης με τον νέο Αμερικανό πρόεδρο.

«Ο Ρον μου ήταν υπερπολύτιμος όλα τα χρόνια που συνεργαστήκαμε, ιδίως όταν σώσαμε την αμερικανική οικονομία από την κρίση του 2009 κι αργότερα ξεπεράσαμε την υγειονομική κρίση του 2014 (σ.σ.: Εμπολα)», τόνισε ο Μπάιντεν για τον στενό συνεργάτη του.

Πράγματι, ο Κλάιν ήταν στο πλευρό του Μπάιντεν από τη δεκαετία του ’80 στη Γερουσία, ενώ αργότερα διατέλεσε προσωπάρχης του όταν ο σημερινός πρόεδρος ήταν αντιπρόεδρος του Ομπάμα. Εργάστηκε σε όλες τις προεκλογικές εκστρατείες των Δημοκρατικών από την εποχή του Μάικλ Δουκάκις (1988) και υπήρξε συνήγορος του Αλ Γκορ στο ατυχές θρίλερ της επανακαταμέτρησης στη Φλόριντα, το 2000.

Ως ειδικός σε θέματα διαχείρισης δημόσιας υγείας (αν και δεν είναι γιατρός) ο Ρον Κλάιν δικαίωσε τον Ομπάμα, που τον διόρισε συντονιστή της μάχης κατά του Εμπολα το 2014. Ο διορισμός του έγινε δεκτός με ικανοποίηση από την αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών (Ελίζαμπεθ Γουόρεν, Αλεξάντρα Οκάσιο-Κορτές κ.ά.), καθώς θεωρείται ότι στέλνει μήνυμα σοβαρότητας και αποτελεσματικότητας, σε αντίθεση με το μπάχαλο που επικρατούσε επί Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Εμφανώς ικανοποιημένος από τις εξελίξεις και ο Μπέρνι Σάντερς, δήλωσε στο CNN ότι είναι πρόθυμος να αναλάβει πόστο στην κυβέρνηση αν του το προτείνει ο νέος πρόεδρος, κατά προτίμηση το υπουργείο Εργασίας.

«Είναι πιθανό να αναγνωρίσει την ήττα του»

Το ίδιο κανάλι έριξε κάποιο αμυδρό φως στο τούνελ της αδιαλλαξίας του Ντόναλντ Τραμπ και της πολιτικής αβεβαιότητας στις ΗΠΑ.

Επικαλούμενη πηγές του προεδρικού περιβάλλοντος, η ρεπόρτερ του CNN, Ντάνα Μπας, δήλωσε ότι ο Τραμπ είναι πιθανό (αλλά όχι σίγουρο…) να αναγνωρίσει την ήττα του στις 20 Νοεμβρίου, όταν θα ολοκληρωθεί η επανακαταμέτρηση των ψήφων στην Τζόρτζια.

Με την πρώην καταμέτρηση να έχει ολοκληρωθεί σε ποσοστό άνω του 99,5%, ο Τζο Μπάιντεν προηγείται με 14.000 ψήφους και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν το αποτέλεσμα μπορεί να ανατραπεί.

Πάντως, νομοθεσία της Τζόρτζια προβλέπει υποχρεωτική επανακαταμέτρηση για διαφορές κάτω του 0,5% και ο κυβερνήτης είχε σπεύσει να την προαναγγείλει από τις 4 Νοεμβρίου, όταν η διαφορά Μπάιντεν-Τραμπ ήταν μερικές εκατοντάδες ψήφοι.

Ακόμη και χωρίς την Τζόρτζια, ο Δημοκρατικός υποψήφιος διαθέτει πολύ περισσότερους από τους 270 εκλέκτορες που χρειάζεται για να ανακηρυχθεί και επίσημα πρόεδρος των ΗΠΑ στις 14 Δεκεμβρίου.

Γι’ αυτό οι Δημοκρατικοί ηγέτες στο Κογκρέσο, η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, και ο ηγέτης της μειοψηφίας στη Γερουσία, Τσακ Σούμερ, κάλεσαν τους Ρεπουμπλικάνους συναδέλφους τους «να αποδεχθούν την πραγματικότητα και να σταματήσουν αυτό το παράλογο τσίρκο».

«Πρέπει επειγόντως να περάσουμε ένα οικονομικό πακέτο ανακούφισης από τον κορονοϊό και να ασχοληθούμε με τα προβλήματα που απασχολούν τον αμερικανικό λαό», τόνισε η Πελόζι.

Aπό την πλευρά του, ο Σούμερ δήλωσε ότι κατανοεί το φόβο των Ρεπουμπλικάνων συναδέλφων του απέναντι στον Τραμπ, αλλά τους κάλεσε να το πάρουν απόφαση ότι ο πρόεδρός τους έχασε με διαφορά και τώρα πρέπει να επικεντρωθούν στην Covid.

Μετά τον πρώην πρόεδρο Τζορτζ Μπους, τον κυβερνήτη Λάρι Χόγκαν και αρκετά νυν και πρώην μέλη του Κογκρέσου, τη νίκη του Μπάιντεν αναγνώρισε ο σύμμαχός του, κυβερνήτης του Οχάιο, Μάικ ντε Γουάιν, συμπληρώνοντας ωστόσο ότι ο Τραμπ έχει το δικαίωμα να κινηθεί νομικά.

Μεγάλη ανάσα στο αμερικανικό κοινό έδωσε η πρόβλεψη του δρος Αντονι Φάουτσι ότι δεν θα χρειαστεί εθνικό λοκντάουν στις ΗΠΑ από τη στιγμή που βρέθηκε το εμβόλιο της Pfizer και θα είναι προσιτό στο ευρύ κοινό τον επόμενο Απρίλιο-Μάιο.

Οι ΗΠΑ παρουσιάζουν άσχημη επιδημιολογική κατάσταση, με τα κρούσματα να φθάνουν έως τα 136.000 ημερησίως (10 εκατομμύρια συνολικά από την αρχή της πανδημίας), τα νοσοκομεία να περιθάλπουν πάνω από 65.000 ασθενείς και τους καθημερινούς θανάτους στους 900 κατά μέσο όρο.