Την ένταξη της Ελλάδας στο νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, «φωτογράφισε» ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, θεωρώντας ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται στο σωστό δρόμο και οι αγορές μέσω των ιδιαίτερα χαμηλών επιτοκίων επιβραβεύουν τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και την υψηλή ανάπτυξη.

Η παρέμβαση του κ. Ντράγκι, του οποίου η θητεία λήγει στο τέλος Οκτωβρίου (θα τον διαδεχθεί η Κριστίν Λαγκάρντ), έγινε στη διάρκεια της τελευταίας παρουσίας του ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων της Ευρωβουλής.

Απαντώντας σε σειρά ερωτήσεων που του έθεσε ο ευρωβουλευτής της Ν.Δ. Γιώργος Κύρτσος, ο πρόεδρος της ΕΚΤ διαπίστωσε καταρχήν ότι χάρη στις μεταρρυθμίσεις η Ελλάδα έχει σήμερα υψηλή ανάπτυξη, ενώ απέδωσε σε αυτές τις θετικές εξελίξεις και τα σημερινά ιστορικά χαμηλά επιτόκια των ελληνικών ομολόγων. Ο Ευρωπαίος αξιωματούχος πρόσθεσε ότι είναι ζωτικής σημασίας να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις ώστε να διατηρήσει η χώρα την εμπιστοσύνη των κεφαλαιαγορών και να τεθούν οι προϋποθέσεις συμμετοχής της στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Για το «κόκκινα» δάνεια είπε ότι υπάρχει πρόβλημα στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες, γιατί οδηγούν σε ευπάθεια του συστήματος και δεν χρηματοδοτείται ικανοποιητικά η οικονομία. «Είναι προς το συμφέρον της χώρας να μειωθούν και αυτό πρέπει να γίνει με αποτελεσματικό τρόπο χωρίς να πληγεί ο τραπεζικός και ο ιδιωτικός τομέας, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη και την κοινωνική πτυχή».

Θετικό κλίμα

Η παρέμβαση του κ. Ντράγκι έρχεται λίγες μέρες πριν από ανάλογες δηλώσεις της διαδόχου Κριστίν Λαγκάρντ στην ίδια επιτροπή της Ευρωβουλής, όπου είχε ταχθεί υπέρ της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων, που αποτελεί βασική προτεραιότητα της κυβέρνησης.

Μια ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, πιθανότατα στο δεύτερο εξάμηνο του 2020, θα επέτρεπε στις τράπεζες να αντλήσουν ρευστότητα από την ΕΚΤ με πολύ χαμηλά ή και μηδενικά επιτόκια, τα οποία θα διοχέτευαν με τη σειρά τους στην πραγματική οικονομία. Από την άλλη, μια ενδεχόμενη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων θα έδινε πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο στην κυβέρνηση για τη μείωση της φορολογίας και τη χρηματοδότηση αναπτυξιακών πολιτικών.

Την απόφαση για την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα τη λάβει το Δ.Σ. της ΕΚΤ, το οποίο θα περιμένει προηγουμένως την πιστοληπτική αναβάθμιση της χώρας από τους οίκους αξιολόγησης. Για τη μείωση των πλεονασμάτων θα πρέπει να αποφασίσει το Εurogroup, το οποίο θα περιμένει με τη σειρά του να διαπιστώσει ότι χάρις στις μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης η ανάπτυξη στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερη του αναμενομένου.

Είναι προφανές ότι οι παρεμβάσεις του Μάριο Ντράγκι και της Κριστίν Λαγκάρντ αφενός μεν δίνουν πολιτικό βάρος στις επιδιώξεις της κυβέρνησης, αφετέρου στέλνουν θετικά μηνύματα στις αγορές και διατηρείται το εξαιρετικά θετικό κλίμα για την Ελλάδα.

Αναφερόμενος γενικότερα στην πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας, είπε ότι δεν βλέπει πειστικά σημάδια ανάκαμψης στο κοντινό μέλλον. Ο κ. Ντράγκι απέδωσε τη δυσμενή εξέλιξη, στις διενέξεις στο εμπόριο που έπληξαν τον τομέα της μεταποίησης, ο οποίος σε ορισμένες χώρες, όπως η Γερμανία, έχει πολύ μεγάλο βάρος στο ΑΕΠ. Ο τομέας των υπηρεσιών εξακολουθεί να αντιστέκεται, ωστόσο, όπως είπε, αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ, εάν το πρόβλημα συνεχιστεί τότε τόσο αυτό όσο και άλλοι τομείς θα υποστούν τις δευτερογενείς συνέπειες.

Σύμφωνα με τον Ευρωπαίο αξιωματούχο, τα τελευταία στοιχεία σχετικά με τις εξαγωγές δεν δείχνουν πειστικά σημάδια ανάκαμψης άμεσα, αντίθετα οι κίνδυνοι παραμένουν καθοδικοί.

Σχετικά με την προβλεπόμενη ανάπτυξη υπενθύμισε ότι η ΕΚΤ αναθεώρησε προς το χειρότερο τις προβλέψεις της. Το 2019 εκτιμάται ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί 1,1% και το 2020 κατά 1,2%. Η απόκλιση προς το χειρότερο είναι 0,6 και 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με την πρόβλεψη του περασμένου Δεκεμβρίου, ανέφερε
Κάτω από το στόχο ο πληθωρισμός

O Ευρωπαίος αξιωματούχος αναφορικά με τον πληθωρισμό, που είναι και η βασική προτεραιότητα της ΕΚΤ, είπε ότι έχει επηρεαστεί αρνητικά από αυτό το περιβάλλον και κινείται σαφώς κάτω από το διαχρονικό στόχο της κεντρικής τράπεζας, που είναι το 2%. Εκτιμάται ότι φέτος και του χρόνου θα κινηθεί στη ζώνη του 1-1,2%, ενώ το 2020 θα κυμανθεί στο 1,5%, δηλαδή και τα δύο επόμενα χρόνια θα κινείται κάτω από το στόχο.

Οι παραπάνω αρνητικές εξελίξεις κατέστησαν επιβεβλημένη τη λήψη μέτρων από την ΕΚΤ, όπως η μείωση του επιτοκίων καταθέσεων στο -0,50% γιατί βοηθάει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, ενώ ενθαρρύνει τις τράπεζες να διοχετεύουν τη ρευστότητά τους στην πραγματική οικονομία, τόνισε, προσθέτοντας ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν στα παρόντα επίπεδα ή και χαμηλότερα μέχρι ο πληθωρισμός να πλησιάσει το στόχο του 2%. Το ίδιο θα συμβεί και με την αγορά ενεργητικού (ποσοτική χαλάρωση), η οποία θα συνεχιστεί ανέφερε.

Ερωτηθείς σχετικά με το τι τον κάνει να πιστεύει ότι τα τελευταία μέτρα της ΕΚΤ θα πετύχουν το στόχο, απάντησε ότι η ανεργία βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2008 και αυτό επηρεάζει θετικά την εσωτερική κατανάλωση και θα βοηθήσει την οικονομία και τον πληθωρισμό.