Οπως επιβεβαιώνουν τα ίδια τα γεγονότα, η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν δεν άργησε να βάλει τη δική της σφραγίδα στη Μέση Ανατολή, διαφοροποιούμενη όχι μόνο από τους χειρισμούς του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και από εκείνους του Μπαράκ Ομπάμα.

Μέσα στην προηγούμενη εβδομάδα οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν πλήγματα αντιποίνων κατά ιρανικών στόχων στη Συρία και παράλληλα έβγαλαν στη… σέντρα τον ισχυρό άνδρα της Σαουδικής Αραβίας, πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, για την άγρια δολοφονία του αντιφρονούντος δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στο σαουδαραβικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης.

Κατά τον Αμερικανό πολιτικό επιστήμονα Τζόζεφ Νάι, η επίθεση κατά των ιρανικών πολιτοφυλακών στη Συρία, που είχε αποτέλεσμα τον θάνατο 17 μαχητών ενός παρακλαδιού της Χεζμπολάχ, ήταν μια κλασική εφαρμογή του δόγματος της «έξυπνης ισχύος» («smart power»). Πρόκειται για την προσεκτικά υπολογισμένη προσφυγή σε στρατιωτικά μέσα, με στόχο να παραχθεί ένα συγκεκριμένο διπλωματικό αποτέλεσμα. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ΗΠΑ συνεργάστηκαν με την ιρακινή κυβέρνηση και τις μυστικές υπηρεσίες για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή μιας επιχείρησης, που έστειλε ένα σαφές μήνυμα στην Τεχεράνη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μπάιντεν απέφυγε ένα άμεσο πλήγμα κατά του Ιράν, που θα ικανοποιούσε μεν το Ισραήλ και τις προεκλογικές ανάγκες του Βενιαμίν Νετανιάχου, αλλά ταυτόχρονα θα συσπείρωνε τον ιρανικό λαό γύρω από το σκληροπυρηνικό τμήμα της ηγεσίας του, δημιουργώντας σειρά προβλημάτων στην περιοχή.

Μαστίγιο – καρότο

Αλλωστε, μαζί με το μαστίγιο υπάρχει στο τραπέζι και το καρότο της επανέναρξης των συνομιλιών για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, με πιάσιμο εκ νέου του νήματος της συμφωνίας του 2015 του Μπαράκ Ομπάμα, από την οποία αποχώρησε βίαια ο Ντόναλντ Τραμπ το 2018, ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου.

Ναι μεν ο Μπάιντεν επιθυμεί επανάληψη του διαλόγου με το Ιράν -όπως σημείωσε ο νέος επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Αντονι Μπλίνκεν, και εύχονται διακαώς οι Ευρωπαίοι-, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα άφηνε αναπάντητη την ιρανική πρόκληση του Φεβρουαρίου, όταν Ιρανοί πολιτοφύλακες επιτέθηκαν με ρουκέτες κατά αμερικανικής βάσης στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί τουλάχιστον ένας Αμερικανός εργολάβος. Επίσης, τα «μετρημένα» αντίποινα του Μπάιντεν δεν είχαν καμία σχέση με την παρορμητική και αχαλίνωτη δολοφονία του αρχηγού των Ιρανών Φρουρών της Επανάστασης, Κασέμ Σολεϊμανί, που διέταξε ο Τραμπ στη Βαγδάτη αρχές του 2020, ανοίγοντας βεντέτα με την Τεχεράνη και ψυχραίνοντας τις σχέσεις του και με το Ιράκ.

Εκθεση

Οσον αφορά δε στο σαουδαραβικό σκέλος της εξίσωσης, ο νέος Αμερικανός πρόεδρος διαφοροποιήθηκε ακόμη πιο έντονα από τον προκάτοχό του. Με το να δημοσιοποιήσει την έκθεση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών σχετικά με τις ευθύνες του πρίγκιπα Σαλμάν στη δολοφονία Κασόγκι, η Ουάσιγκτον αποστασιοποιήθηκε από ακραίες συμπεριφορές του σαουδαραβικού καθεστώς, τις οποίες άλλοτε κάλυπτε. Ουσιαστικά, ο Μπάιντεν διεμήνυσε στο Ριάντ, αφενός, να πάψει να καταστρέφει ανθρωπιστικά και οικονομικά την Υεμένη με τον εξαετή ολοκληρωτικό πόλεμο που διεξάγει εκεί κατά των φιλοϊρανών Χούθι (όρος για να υπάρξει ένα modus vivendi με την Τεχεράνη) και, αφετέρου, να αναβαθμίσει ουσιαστικά και όχι μόνο επιφανειακά τα ανθρώπινα δικαιώματα στο υπερσυντηρητικό πετρο-βασίλειο, με έμφαση στις ατομικές ελευθερίες των γυναικών. Προφανώς, σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η ανάδειξη από δυτικά ΜΜΕ του δράματος της πριγκίπισσας Μπασμά, κόρης του δεύτερου βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας, που «σαπίζει» σε φυλακές υψίστης ασφαλείας για τη μαχητική δράση της υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Στο ζήτημα της Σαουδικής Αραβίας αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μπάιντεν διαφοροποιήθηκε αισθητά ακόμη και από τον μέντορά του, Μπαράκ Ομπάμα (του οποίου διετέλεσε αντιπρόεδρος). Σύμφωνα με την ιστοσελίδα The Conservative, ο προηγούμενος Δημοκρατικός πρόεδρος επέδειξε ανεπίτρεπτη, για τα μέτρα του, ανοχή στα ανθρωπιστικά εγκλήματα των Σαουδαράβων στην Υεμένη, βάζοντας την υπογραφή του στο μεγαλύτερο πακέτο πώλησης αμερικανικών όπλων που έγινε ποτέ στο Ριάντ.