Ξεχωριστή αναφορά στις σχέσεις της Ελλάδας με την Ρωσία έκανε ο υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, μιλώντας σήμερα κατά την διάρκεια της ετήσιας γενικής συνέλευσης του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών Πελοποννήσου και Δυτικής Ελλάδας, που πραγματοποιήθηκε στην Πάτρα.

Όπως είπε ο υπουργός Εξωτερικών, «η παρούσα κυβέρνηση παρέλαβε τις σχέσεις με τη Ρωσία σε ένα πολύ μέτριο επίπεδο, αφού επί της προηγούμενης κυβέρνησης είχαν υπάρξει δημόσιες απελάσεις Ρώσων διπλωματών».

«Παρά ταύτα», συνέχισε, «η παρούσα κυβέρνηση έκανε μία πολύ μεγάλη προσπάθεια επί δυόμισι χρόνια να επαναναπτύξει τις ιστορικές κατανοήσεις που έχουμε με μία χώρα, με την οποία έχουμε ιστορικούς δεσμούς» και συνέχισε:

«Οι Έλληνες δεν ξεχνούν και δεν είναι αγνώμονες. Προσπαθήσαμε πάρα πολύ, αλλά η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ανέτρεψε τελείως το οικοδόμημα των ελληνορωσικών σχέσεων και όχι με ευθύνη της χώρας μας. Διότι η Ελλάδα για να επιβιώσει, οφείλει να εκπροσωπεί πολύ συγκεκριμένες αρχές με τις οποίες να ταυτίζεται. Η Ελλάδα μάχεται μισό αιώνα για να ανατρέψει μία εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Δεν μπορεί λοιπόν με κανένα τρόπο να μην καταδικάσει απερίφραστα την εισβολή σε μία ανεξάρτητη χώρα, δεν μπορεί να μην επιχειρήσει, με όποια μέσα έχει, να υπερασπίσει την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα μιας χώρας μέλους του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Έτσι στην πραγματικότητα υπερασπίζει τον εαυτό της και τα δικά της σύνορα, το ιδεολόγημα στην βάση του οποίου υπάρχει, αναπτύσσεται και ζει.»

Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο Νίκος Δένδιας έκανε εκτενή αναφορά στις σχέσεις της Ελλάδας με τις άλλες χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης λέγοντας τα εξής: «Η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να καλλιεργεί με τεράστια επιμέλεια και τις διμερείς της σχέσεις μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν μπορούμε να βρίσκουμε χώρες, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, απέναντι μας σε θέματα κατανόησης της τουρκικής απειλής. Αυτό σημαίνει ότι για μακρό χρόνο δεν έχουμε κάνει επαρκώς τη δουλειά μας για να εξηγήσουμε στους εταίρους και τους φίλους μας τι συμβαίνει. Δεν μπορούμε να μη διαγιγνώσκουμε την απειλή εξαγωγής πολεμικού υλικού από την Γερμανία στην Τουρκία την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Όλα αυτά που είναι στοιχεία των διμερών μας σχέσεων με αυτές τις χώρες, επιβάλλουν μαζί με πολλά άλλα τη διαρκή και συνεχή επαφή και σε διμερές επίπεδο, ώστε αυτή η οικογένεια όπως αναπτύσσεται να έχει σαν ενδοοικογενειακό θέμα και τις ελληνικές ανησυχίες, αλλά και τις ελληνικές αντιλήψεις για την ευρύτερη περιοχή μας».

Επίσης, χαρακτήρισε «τεράστιο απόκτημα για τη χώρα και το περιβάλλον ασφάλειάς της, την αμυντική σχέση με τη Γαλλία» και συμπλήρωσε: «Η Ελλάδα έχει αγοράσει πολλές φορές από το 1974 πολεμικό υλικό από την Γαλλία. Όμως το γεγονός ότι για πρώτη φορά έπειτα από μισό αιώνα και για πρώτη φορά στην ιστορία μας υπεγράφη αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία, την μόνη χώρα πλέον μέλος του συμβουλίου ασφαλείας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη μόνη χώρα που έχει πυρηνικά όπλα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο για την ασφάλεια της χώρας στο μέλλον».

Σχετικά με τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, επεσήμανε ότι «ουδέποτε στην ελληνική ιστορία οι σχέσεις της χώρας μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν καλύτερες» και συνέχισε:

«Η επίσκεψη του πρωθυπουργού ήταν θριαμβευτική επίσκεψη και θριαμβευτική επίσκεψη όχι για τον Κυριάκο Μητσοτάκη προσωπικά μόνο, αλλά για την ίδια τη χώρα. Το γεγονός ότι δόθηκε η ευκαιρία και η τιμή στον Έλληνα πρωθυπουργό να απευθυνθεί σε κοινή συνεδρίαση των δύο νομοθετικών σωμάτων, να χειροκροτηθεί 10 ή 11 φορές, δηλαδή οι γερουσιαστές και οι αντιπρόσωποι να χειροκροτούν όρθιοι, ήταν μία τεράστια τιμή για τη χώρα, όχι σε επίπεδο χειρονομίας, αλλά σε επίπεδο ουσίας, γιατί τα χειροκροτήματα των δύο νομοθετικών σωμάτων αποτελούσαν επιβράβευση επιλογών πολιτικής της χώρας και θέσεων της χώρας.

Αυτό επίσης καθρεφτίστηκε και στην μακρά συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον πρόεδρο Τζό Μπάιντεν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βλέπουν την Ελλάδα όχι απλώς ως μία χώρα που ανήκει στη δυτική συμμαχία, αλλά ως μία χώρα με την οποία έχουν ευρύτερες κατανοήσεις. Επίσης ως μία χώρα με την οποία έχουν υπογράψει δύο αμυντικές συμφωνίες, που λειτουργούν για την δική μας ασφάλεια και για την ασφάλεια του δικού μας τρόπου ζωής».

Επίσης, ο Νίκος Δένδιας μίλησε και για τις σχέσεις της χώρας με το Ηνωμένο Βασίλειο, αναφέροντας μεταξύ άλλων:

«Το Ηνωμένο Βασίλειο έφυγε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά δεν έφυγε από την Ευρώπη. Όταν μου έγινε τιμή από τον Πρωθυπουργό να είμαι υπουργός Εξωτερικών, επέλεξα να μην αρθρώσω λέξη κριτικής για τους προκατόχους μου και τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Όμως εάν δούμε πόσα χρόνια πριν είχε να επισκεφτεί ένας υπουργός Εξωτερικών το Ηνωμένο Βασίλειο, καταλαβαίνουμε ότι μερικές φορές, είτε ομφαλοσκοπούμε, είτε αγνοούμε το τι πρέπει να κάνουμε. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα παραμείνει ένας σημαντικός παίκτης στα διεθνή πράγματα. Κατά συνέπεια οφείλουμε να έχουμε μαζί τους μία σχέση αλληλοκατανόησης, εξήγησης των θέσεών μας και προσπάθειες δημιουργίας συνεργειών».

Όσον αφορά στις σχέσεις με τις άλλες χώρες των Βαλκάνιων, είπε ότι «επανερχόμαστε τη Βαλκανική, επανεξασκούμε την επιρροή μας, επιβεβαιώνουμε το ρολό μας και επίσης προσπαθούμε να παίξουμε το ρόλο που ιστορικά μας ανήκει στη βαλκανική χερσόνησο» προσθέτοντας: «Είμαστε η πιο ισχυρή χώρα που επιβοήθησε και καθοδήγησε τις υπόλοιπες χώρες κατ΄ αρχήν της ανατολικής βαλκανικής ,αλλά ελπίζω και των δυτικών Βαλκανίων να γίνουν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Παράλληλα, ο υπουργός Εξωτερικών τόνισε στην ομιλία του «αυτό που επιχειρείται από την κυβέρνηση είναι να γίνει αντιληπτό ότι η Μεσόγειος δεν είναι διαχωριστική θάλασσα, αλλά είναι γέφυρα» και συμπλήρωσε: «Αυτός ήταν ιστορικά πάντοτε ο ρόλος της. Κατά συνέπεια το τι συμβαίνει στη Βόρεια Αφρική, το τι συμβαίνει στον Κόλπο, το τι συμβαίνει ακόμα και στην υποσαχάρια Αφρική έχει τεράστια σημασία για την Ελλάδα. Έχει τεράστια σημασία και αυτό φαίνεται καταρχήν από το μεταναστευτικό και από τις ροές από όλες αυτές τις περιοχές, από το τι συνέβη στη Λιβύη και πώς αυτό επηρέασε την Ελλάδα μέσω του τουρκολιβυκού μνημονίου και της γενικής αστάθειας στην περιοχή, από την απειλή της τρομοκρατίας, από την απειλή που εκφράζει η ριζοσπαστική ισλαμιστική επέλαση στις περιοχές κάτω από τη Σαχάρα».

«Η αντίληψη η οποία υπάρχει πολλές φορές στη δημόσια ζωή, δηλαδή το τι γυρεύουμε εμείς εκεί, τι μας ενδιαφέρουν εμάς όλα αυτά, είναι μία απολύτως μυωπική αντίληψη που δεν αντέχει στο σύγχρονο κόσμο», επεσήμανε ο Νίκος Δένδιας και συνέχισε: «Το τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στο Τσαντ έχει σημασία για την Ελλάδα, το τι συμβαίνει στον Περσικό κόλπο, που παρεμπιπτόντως κρατούνται δύο ελληνικά βαπόρια έχει σημασία για την Ελλάδα και δεν μπορούμε να τα αγνοούμε αυτά τα πράγματα. Η αντίληψη της μικράς και έντιμου Ελλάδας, η οποία μπορεί να ζητά πάντοτε βοήθεια από την παγκόσμια κοινότητα εν ονόματι των εθνικών της δικαίων, αλλά από την άλλη να αδιαφορεί απολύτως για το τι συμβαίνει πέραν από την πολύ – πολύ στενή γειτονιά της, είναι μία αντίληψη την οποία πρέπει να την ξεπεράσουμε απολύτως και να δημιουργήσουμε στη νέα γενιά ένα κοσμοπολιτισμό και μία αντίληψη, ότι για να επιβιώσει και να αναπτυχθεί η πατρίδα μας, πρέπει να βλέπουμε πέρα από τον ορίζοντα».

Με αφορμή την ομιλία του στην γενική συνέλευση του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών Πελοποννήσου και Δυτικής Ελλάδας, ο Νίκος Δένδιας μίλησε για την πολιτική του Υπουργείου Εξωτερικών στον τομέα της οικονομικής ανάπτυξης, λέγοντας μεταξύ άλλων: «Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έκανε μία επιλογή, να εντάξει και την οικονομική διπλωματία, δηλαδή τη διευκόλυνση των εξαγωγών και τη δημόσια διπλωματία, καθώς και την προβολή της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό, κάτω από την ομπρέλα του υπουργείου Εξωτερικών. Αυτό είναι μία διεθνής τάση και νομίζω ότι είναι η ορθή τάση. Επίσης, έχουμε κάνει μία βασική μεταρρύθμιση στον τρόπο που λειτουργεί το υπουργείο. Έχουμε εντάξει το υπουργείο σε μία νέα εποχή, μέσα από επενδύσεις σχεδόν 100 εκατομμυρίων ευρώ, σε συστήματα δημόσιας διπλωματίας, ώστε να εξοικονομήσουμε προσωπικό και τεχνικά εργαλεία που θα επιτρέψουν στην Ελληνική διπλωματία να κάνει καλύτερα τη δουλειά της και να μπορεί να βοηθήσει τις εξαγωγές της χώρας. Και βεβαίως να βοηθήσει όσους θέλουν να επενδύσουν στη χώρα, γιατί αυτό είναι κάτι πολύ μέσα στον πυρήνα της υποχρέωσης αυτού του υπουργείου, δηλαδή η διευκόλυνση των ελληνικών εξαγωγών και των ελληνικών επενδύσεων στο εξωτερικό, αλλά και η διευκόλυνση των επενδύσεων στην Ελλάδα από το εξωτερικό».