Κανένα σχέδιο έκτακτης επιχειρησιακής δράσης δεν έχει ενημερωθεί, καμία αλλαγή στις οργανωτικές συνθέσεις δεν έχει πραγματοποιηθεί. Εναν χρόνο μετά την τραγωδία στο Μάτι, το Λιμενικό Σώμα δεν έχει αλλάξει στο ελάχιστο κάποιες από τις λειτουργίες και πρακτικές του, δεν έχει προβεί σε σχετική ενημέρωση και εκπαίδευση των στελεχών του, με το βασικό ερώτημα να παραμένει αναπάντητο: «Αν ξαναγίνει ένα… Μάτι, θα μπορέσει να γίνει καλύτερη διαχείριση;».

Εναν χρόνο μετά, οι αιτίες που οδήγησαν στην πολύωρη αδράνεια και την παρέμβαση της τελευταίας στιγμής παραμένουν στο Σώμα και λειτουργούν σαν παθογένειες. Το λιμεναρχείο που επωμίστηκε το μεγαλύτερο βάρος εκείνο το μεσημέρι παραμένει υποστελεχωμένο με βάση τις υπαρκτές ανάγκες ενώ η ακτοπλοϊκή σύνδεση και ο φόρτος εργασίας έχουν τετραπλασιαστεί.

Μπορεί τις μέρες μετά τη φωτιά στο Μάτι να έβαλαν έκτακτες βάρδιες ώστε να είναι σε θέση το σκάφος να λειτουργεί 24 ώρες το 24ωρο, δυστυχώς όμως μόνο για τις μέρες μετά την καταστροφή. Αυτή τη στιγμή, ενώ έχει οργανική σύνθεση που ξεπερνά τα 70 άτομα (με τις οργανικές ανάγκες να είναι πολύ περισσότερες, καθώς οι θέσεις καθορίστηκαν πριν από την αύξηση της επιβατικής κίνησης), υπηρετούν περίπου 50, ενώ οι αποσπάσεις συνεχίζονται, με λιμενικούς να φεύγουν με απόσπαση μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα.

Ομως και στις υπόλοιπες περιοχές στην Ελλάδα, που μπορεί εν δυνάμει να λειτουργήσουν ως νέο «Μάτι», τα λιμεναρχεία δεν έχουν τις δυνάμεις να ανταποκριθούν σε μία μεγάλη επιχείρηση απεγκλωβισμού λουομένων από τις ακτές.

Επικοινωνία θαλάμων

Ακόμα και σήμερα το πάθημα δεν έχει γίνει μάθημα. Σε ένα έκτακτο περιστατικό, παρότι το Σώμα έχει στρατιωτική δομή, υπάρχει απόλυτη ασάφεια σχετικά με το ποιος ενημερώνει ποιον, ποιος θάλαμος καταγράφει και κυρίως το πώς γίνεται ο συντονισμός. Αν και όλα αυτά καθορίζονται με πρωτόκολλα και διατάξεις, την κρίσιμη ώρα της 23ης Ιουλίου δεν λειτούργησαν. Αλλη εικόνα είχε η Ραφήνα, κυρίως τις πρώτες ώρες της καταστροφής, κάτι το οποίο φάνηκε και στο ημερολόγιο συμβάντων καθώς ενημερώθηκαν από κλήση πολίτη και όχι από τον θάλαμο επιχειρήσεων και άλλη εικόνα είχε ο θάλαμος επιχειρήσεων.

Εκπαίδευση στελεχών

Με τα καιρικά φαινόμενα στη χώρα να γίνονται ολοένα και πιο επικίνδυνα και ακραία, 365 μέρες μετά, το Λιμενικό δεν βρήκε ούτε μία μέρα να εκπαιδεύσει τα στελέχη του στα κεντρικά λιμεναρχεία σε ένα αντίστοιχο περιστατικό, με πρόβλεψη για φωτιά και θυελλώδεις ανέμους: Τι πρέπει να κάνουν, πώς να προετοιμαστούν, τι ενημέρωση να παρέχουν στο κόσμο. Και κυρίως -μέχρι και σήμερα- δεν έχει καταρτιστεί νέο σχέδιο επιχειρησιακής δράσης που θα έχει ξεκάθαρες εντολές σχετικά με το τι πρέπει να κάνουν κατά προτεραιότητα σε ένα ανάλογο περιστατικό.

Το χρονικό των λαθών

Το εισαγγελικό πόρισμα του Πρωτοδικείου Αθηνών δεν αφήνει έξω τα τραγικά επιχειρησιακά λάθη που καταγράφηκαν και οδήγησαν σε πνιγμό 13 πολίτες και δεν βοήθησαν άμεσα δεκάδες άλλους. Το αλαλούμ ανάμεσα στις υπηρεσίες του Πυροσβεστικού Σώματος, της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού καθώς και η παντελής έλλειψη ενημέρωσης σχετικά με τη θέση της φωτιάς και ποιος έπρεπε να επέμβει και πού αποτυπώνεται σε όλο το φάσμα των συμπερασμάτων. Ωστόσο, η εισαγγελία κάνει ξεχωριστές αναφορές στα επιχειρησιακά λάθη διά θαλάσσης.

Το Αρχηγείο του Λιμενικού Σώματος δεν βρίσκει κανένα λάθος στο πώς λειτούργησε το Λιμεναρχείο Ραφήνας και με πρότασή του βραβεύθηκε πριν από λίγες μέρες ο λιμενάρχης στην κοπή πίτας των αποστράτων του Σώματος. Από το ημερολόγιο του Κέντρου Επιχειρήσεων προκύπτει πως ο αρχηγός του Σώματος Σταμάτης Ράπτης ήταν στην Τήνο και έφυγε με το πλωτό προς τη Ραφήνα στις 21.30 (!) όταν ο όλεθρος είχε συντελεστεί και οι διασώσεις συνεχίζονταν μαζί με τις ανάσυρση σορών.

Αφησαν τα πλοία να δέσουν στο λιμάνι

«Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στο ότι η κατάσταση με την κίνηση των οχημάτων επιβαρύνθηκε επιπλέον από τη μη λήψη μέτρων από την αρμόδια Λιμενική Αρχή Ραφήνας, καθώς, παρά το γεγονός ότι η κατάσταση στην περιοχή, ήτοι η ύπαρξη της φωτιάς, ορατή ήδη από την ώρα εκδήλωσής της, η πορεία της προς το θαλάσσιο μέτωπο, η ύπαρξη πυκνού καπνού, ήταν αντιληπτή από τα στελέχη του Λιμενικού και αποτελούσε δίδαγμα κοινής πείρας ότι θα δημιουργούνταν προβλήματα στην άτακτη κίνηση των οχημάτων στην προσπάθειά τους να βρουν οδούς διαφυγής από την καιγόμενη περιοχή, επέτρεψε τον ελλιμενισμό δύο ΕΓ-ΟΓ πλοίων στο λιμάνι της Ραφήνας και την αποβίβαση επιβατών και οχημάτων τα οποία κινήθηκαν στη συνέχεια είτε επί της οδού Φλέμινγκ προς τη Λ. Μαραθώνος προς Αθήνα είτε επί της παραλιακής στο Μάτι προς Ν. Μάκρη. Αποτέλεσμα ήταν να επιβαρυνθεί επιπλέον η κυκλοφορία και να μειωθεί καταλυτικά η δυνατότητα διαφυγής των οχημάτων».

Με αυτό το τρόπο ο εισαγγελέας περιγράφει την τραγική αμέλεια του Λιμεναρχείου να αφήσει δύο πλοία με εκατοντάδες επιβάτες και οχήματα να επιβαρύνουν τον κόμβο «σωτηρίας» των κατοίκων που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από το μποτιλιαρισμένο Μάτι αλλά και να οδηγήσουν πολλούς προς το Μάτι, καθώς δεν απέτρεπαν την έλευση προς τα εκεί.

Μάλιστα, στην κατάθεσή του ο λιμενάρχης είχε αναφέρει ότι τη «μαύρη» Δευτέρα, στις 18.16, έφτασε το πλοίο «Fast Ferries Ανδρος» και στις 19.16 το «Εύβοια Star». «Δεν απαγόρευσα τον απόπλου. Υπήρχαν δρομολόγια πριν και μετά το συμβάν. Τα οχήματα που αποβιβάστηκαν από τα πρώτα δύο πλοία πριν από το συμβάν δεν είχαν κανένα πρόβλημα, ενώ στα πλοία που ήρθαν το βράδυ, μετά το συμβάν, είχαν δοθεί σαφείς οδηγίες από εμάς μέσω ανακοινώσεων, όπως και οι οδηγοί των οχημάτων να κατευθυνθούν στους δρόμους προς Αρτέμιδα», ανέφερε ο κ. Κωσταράκης.

Κακή ενημέρωση, κακός συντονισμός

Ο εισαγγελέας κάνει ιδιαίτερη αναφορά στις πρώτες διασώσεις: «(…) Η περίπτωση των διαμενόντων στο επί της Λεωφόρου Ποσειδώνος 55-57 στο Μάτι ξενοδοχείο “Ramada”, όπου υπήρχαν και εγκαυματίες και μικρά παιδιά και ζητείται στις 19.28 βοήθεια από τις αρχές για τη διάσωσή τους καθώς και για τη μεταφορά των εγκαυματιών στο νοσοκομείο, όταν η πυρκαγιά στο εξωτερικό πάρκινγκ του ξενοδοχείου είχε φτάσει στις 18.43 (…)».

Οι διαμένοντες δηλαδή ζητούν συνδρομή στις 18.43, όταν η φωτιά περνά τη Μαραθώνος και ξεκινά να κατακαίει το Μάτι και το Κέντρο Επιχειρήσεων στο υπουργείο Ναυτιλίας καταγράφει την κλήση στις 19.40 για 100 άτομα που βρίσκονται στην παραλία του ξενοδοχείου και ενημερώνει τον λιμενάρχη για συνδρομή. Το Λιμεναρχείο δηλαδή, -όπως αναφέρει παραπάνω ο εισαγγελέας, αντί να ενημερώνει αυτό τον θάλαμο και να έχει προβεί σε περιπολίες, δεν προέβη σε καμία ενέργεια.

Ο τότε υπουργός Ναυτιλίας, Παναγιώτης Κουρουμπλής, ήταν από νωρίς το βράδυ στον θάλαμο επιχειρήσεων του Σώματος. Ηταν εκεί όταν φτάνει κλήση από πολίτη στις 19.55 ότι υπάρχει καμένο παιδάκι και γυναίκα και τηλεφωνούν στον λιμενάρχη να φτάσει στο σημείο για περισυλλογή. Οπως επίσης ήταν εκεί, όταν ο κεντρικός λιμενάρχης (στις 23.57) επιβεβαιώνει στον θάλαμο ότι έχει στο λιμεναρχείο 3 σορούς. Οπως ήταν εκεί και ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Νίκος Τόσκας όταν ο υποστράτηγος Ιωάννης Ράμφος διαβιβάζει στις 23.30 ότι πλέον δεν υπάρχει άλλη καύσιμη ύλη και απλώς ανασύρουν σορούς.