Στη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων κάτω από το 3,5% του ΑΕΠ από το 2020 πρέπει να προχωρήσει η Ελλάδα για να απελευθερωθεί η δυναμική της ανάπτυξης, η οποία αυτήν τη στιγμή δεν είναι σε θέση να υπερβεί το 2% του ΑΕΠ, αναφέρει στην έκθεσή του το ΔΝΤ.

Η νέα κυβέρνηση έκανε μια πολλά υποσχόμενη αρχή, αλλά χρειάζεται να καταβάλει άμεσα μεγαλύτερη προσπάθεια, μεταξύ άλλων, μέσα από τη δραστική μείωση των NPLs, σύμφωνα με τον επικεφαλής της αποστολής του ΔΝΤ στην Αθήνα, Πίτερ Ντόλμαν, ο οποίος παρουσίασε την έκθεση του ΔΝΤ.

«Η νέα κυβέρνηση κληρονόμησε μια χλιαρή ανάκαμψη, επιβαρυμένη από τις παρακαταθήκες της κρίσης και τις ανατροπές πολιτικών σε όλους τους τομείς μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, οι οποίες αύξησαν περαιτέρω τις δημοσιονομικές, χρηματοπιστωτικές και εξωτερικές τρωτότητες», συμπεραίνει το ΔΝΤ, το οποίο χαρακτηρίζει «λάθος εξαρχής» την ανατροπή από την προηγούμενη κυβέρνηση της αρχικά δρομολογημένης μείωσης -κατά 1% του ΑΕΠ- της δαπάνης για τις συντάξεις, όπως και τη θέσπιση της γνωστής ως «13ης σύνταξης».

Άλλωστε, το ΔΝΤ, αν και επικροτεί τις μειώσεις φόρων τις οποίες δρομολογεί η σημερινή κυβέρνηση, εκφράζει τη διαφωνία του με την πρόθεση να μην εφαρμόσει τη μείωση του αφορολόγητου ορίου, η οποία σύμφωνα με το σκεπτικό του Ταμείου θα διεύρυνε τη φορολογική βάση, δημιουργώντας χώρο για επιπλέον φοροελαφρύνσεις, που με τη σειρά τους θα διασφάλιζαν σε μεγαλύτερο βαθμό τόσο τις δημοσιονομικές όσο και τις αναπτυξιακές επιδόσεις.

«Το μεγάλο πρόβλημα για τις ελληνικές τράπεζες αυτήν τη στιγμή είναι η χαμηλή ανάπτυξη. Το πρόγραμμα το οποίο δρομολογεί η κυβέρνηση στα πρότυπα του ιταλικού μοντέλου για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με την ονομασία ‘Ηρακλής’ θα μπορούσε πραγματικά να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο, το οποίο ωστόσο δεν είναι αρκετό», επισημαίνει ο κ. Ντόλμαν.

Ειδικότερα, στο σχετικό πεδίο της έκθεσης του Ταμείου αναφέρεται: «η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να αναπτύξει μια πιο συνολική, φιλόδοξη και καλά συντονισμένη στρατηγική. Αυτές οι προσπάθειες θα πρέπει πρωτίστως να είναι αγορακεντρικές, με οποιαδήποτε δημόσια στήριξη να υπόκειται σε μια δυναμική ανάλυση κόστους-οφέλους και να υποστηρίζονται από περαιτέρω βελτιώσεις του νομικού πλαισίου (π.χ. πιο αποδοτικές δικαστικές διαδικασίες και εκσυγχρονισμό του καθεστώτος αφερεγγυότητας). Η προστασία των στεγαστικών δανείων και τα έκτακτα καθεστώτα ρύθμισης για φορολογικές και ασφαλιστικές οφειλές έχουν παρεμποδίσει την ουσιαστική αναδιάθρωση του χρέους, έχουν υπονομεύσει την νοοτροπία πληρωμών και θα πρέπει να εκλείψουν μόνιμα».

Αναφερόμενος στην πορεία της ανάλυσης βιωσιμότητας (DSA) του ελληνικού χρέους, ο κ. Ντόλμαν επεσήμανε ως ιδιαίτερα θετικά στοιχεία αφενός το πρωτόγνωρα μεγάλο -αναλογικά- cash buffer που έχει στη διάθεσή του το ελληνικό κράτος, αφετέρου το μεσοπρόθεσμα χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης. Ωστόσο, εξέφρασε την εκτίμηση του Ταμείου ότι η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους «δεν είναι διασφαλισμένη» και πως θα πρέπει Ελλάδα και Ευρωζώνη να κάνουν περισσότερα.

Σε σύγκριση με την υπόλοιπη ΕΕ, αναφέρεται στην έκθεση του ΔΝΤ, πολύ μεγάλο ποσοστό της δημόσιας δαπάνης κατευθύνεται σε συντάξεις και μισθολογικές δαπάνες του δημοσίου και πολύ μικρό ποσοστό σε άλλες κοινωνικές δαπάνες.

«Για την αντιμετώπιση καίριων αναγκών, η Ελλάδα θα πρέπει να αυξήσει σημαντικά την κοινωνική δαπάνη (π.χ. για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που παρέχεται με βάση εισοδηματικά κριτήρια και τη δημόσια υγεία) και τις επενδύσεις. Για την ελευθέρωση δημοσιονομικού χώρου, οι συνταξιοδοτικές παροχές των τωρινών συνταξιούχων θα πρέπει να υπολογίζονται σύμφωνα με τον νέο τρόπο υπολογισμού (και η πρόσφατη αποκατάσταση των δώρων που χορηγούνταν πριν από την κρίση θα πρέπει να ανατραπεί)», υπογραμμίζει το Ταμείο.

Το Ταμείο χαρακτηρίζει «άξιες στήριξης» τις ενέργειες της κυβέρνησης για την αγορά εργασίας, υπογραμμίζοντας ότι χρειάζονται περισσότερες προσπάθειες για τη στήριξη της υψηλότερης απασχόλησης, της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας. Τονίζει δε την ανάγκη περαιτέρω μείωσης του μη μισθολογικού κόστους.