Σε αναβρασμό βρίσκεται η γαλλική κοινωνία και η πολιτική σκηνή. Παρά τις απαγορεύσεις λόγω πανδημίας, εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές βγήκαν στους δρόμους της πρωτεύουσας και πολλών άλλων μεγάλων πόλεων, διαμαρτυρόμενοι για την αστυνομική βία και για το νέο νομοσχέδιο της κυβέρνησης που απαγορεύει τη βιντεοσκόπηση αστυνομικών εν ώρα υπηρεσίας.

Παρίσι, Μπορντό, Λιλ, Λυών, Ρεμς, Ρουέν Βρέστη, Τουλούζη, είναι οι πόλεις που ξεσηκώθηκαν στο Σαββατοκύριακο, κατά του νόμου «συνολικής ασφάλειας» που προώθησε ο υπουργός Εσωτερικών και ο οποίος άνοιξε τον ασκό του Αιόλου στη Γαλλία.

Τουλάχιστον 130.000 άνθρωποι κατέβηκαν στους δρόμους, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών, πάνω από 500.000 σύμφωνα με τους διοργανωτές. Στο Παρίσι έγιναν σοβαρά επεισόδια όταν ομάδα νεαρών εκτόξευσε πέτρες εναντίον των αστυνομικών δυνάμεων, που απάντησαν με χημικά και αύρες εκτόξευσης νερού.

Ο υπουργός Εσωτερικών Ζεράρ Νταρμανέν κατήγγειλε τις επιθέσεις εναντίον αστυνομικών, τονίζοντας ότι «τραυματίστηκαν 37 εκπρόσωποι του νόμου».

Ο «Νόμος Συνολικής Ασφάλειας» αποτελεί ένα δύσκολο τεστ για την κυβέρνηση. Οι αντιδράσεις έχουν φέρει σε δύσκολη θέση τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος κινδυνεύει να χάσει τη στήριξη πολλών φιλελεύθερων και προοδευτικών δυνάμεων.

Υπό την πίεση μάλιστα της κοινής γνώμης και πολλών φορέων, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να κάνει πίσω και να επανεξετάσει τη συνταγματικότητα των άρθρων του νόμου που έχουν ξεσηκώσει και τα Μέσα Ενημέρωσης, καθώς περιορίζει την ελευθερία του Τύπου. Σύμφωνα με τις διατάξεις του, απαγορεύεται η φωτογράφηση και βιντεοσκόπηση αστυνομικών εν ώρα υπηρεσίας για να μη γίνονται στόχος και κινδυνεύσει η ακεραιότητά τους.

Οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να περνούν από διαπίστευση εάν θέλουν να καλύψουν διαδηλώσεις. Ενώσεις δημοσιογράφων και φωτογράφων επικρίνουν τον νέο νόμο ως «δυσανάλογη παρέμβαση στην ελευθερία της πληροφόρησης». Η Κομισιόν μάλιστα προειδοποίησε ότι «ο Τύπος πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί ελεύθερα».

Παρά τις αντιδράσεις –και στο εσωτερικό του κόμματος Μακρόν- ο νέος νόμος πέρασε με μεγάλη πλειοψηφία στην πρώτη ανάγνωση. Δέκα βουλευτές του κόμματος του Μακρόν (LREM) καταψήφισαν τον νόμο, ενώ 30 απείχαν.

Η αντιπολίτευση ζητά από τον Μακρόν να αποσύρει τον νόμο, ο οποίος θα περάσει από τη Γερουσία και μετά θα επιστρέψει στο κοινοβούλιο για επικύρωση. Ωστόσο η διαδικασία θα ανασταλεί, καθώς ο νόμος θα εξεταστεί για τη συνταγματικότητά του από επιτροπή δικαστών και προσωπικοτήτων της Γαλλίας.

Το θέμα της αστυνομικής βίας δεν είναι νέο στη Γαλλία, όπου οι διαμαρτυρίες για δυσανάλογη βία εκ μέρους αστυνομικών είναι συχνές. Στην κορύφωσή τους έφτασαν το 2018, όταν το κίνημα των κίτρινων γιλέκων βρισκόταν στο απόγειό του

. Τότε βέβαια είχαν παρατηρηθεί φαινόμενα βίας και από τις δύο πλευρές, σε αντίθεση με τη διαμαρτυρία της Δευτέρας, η οποία ήταν καθ’ όλα ειρηνική. Ο επικεφαλής της αστυνομίας προσπάθησε να δικαιολογήσει την επιχείρηση, λέγοντας ότι επρόκειτο για «κατάληψη δημόσιου χώρου».

 Στη Δικαιοσύνη 4 αστυνομικοί

Η οργή κατά του νόμου ξεχείλισε, καθώς η ψήφισή του συνέπεσε με τον άγριο ξυλοδαρμό ενός μαύρου μουσικού από αστυνομικούς. Λάδι στη φωτιά έριξε η δημοσιοποίηση ενός βίντεο από γαλλικό ιστότοπο, που δείχνει 4 αστυνομικούς να εισβάλλουν στο στούντιο του μουσικού παραγωγού Μισέλ Ζεκλέρ, να τον τραβούν με τη βία στον δρόμο και να τον ξυλοκοπούν άγρια.

Ο πρόεδρος Μακρόν εξέφρασε τον αποτροπιασμό του για την παράλογη άσκηση βίας κατά ενός πολίτη και δήλωσε ότι οι εικόνες «προκαλούν ντροπή». Υστερα από αυτή την ενέργεια των αστυνομικών, ο Τύπος, αναλυτές, πολιτικοί και άνθρωποι της τέχνης ξεσηκώθηκαν.

Οι τέσσερις αστυνομικοί που συμμετείχαν στη σύλληψη του μαύρου μουσικού συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στη Δικαιοσύνη. Ο εισαγγελέας του Παρισιού Ρεμί Εΐτς ανακοίνωσε την κράτηση των τεσσάρων αστυνομικών, σε βάρος των οποίων διενεργείται έρευνα.