Συνεχίζεται εν μέσω θέρους και παρά τη συνέχιση της πανδημίας μέσω της μετάλλαξης «Δ» η πτωτική πορεία των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, λόγω των υψηλών προσδοκιών από τις αγορές για ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας από φέτος, αλλά και του έκτακτου προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ (PEPP).

Ο ελληνικός δεκαετής τίτλος διαπραγματεύεται επί μία εβδομάδα με απόδοση κοντά στο 0,6%. Την ίδια ώρα, το κρατικό πενταετές ομόλογο εδώ και περίπου ένα μήνα (από τις 4 Ιουλίου) διαπραγματεύεται με αρνητική απόδοση, η οποία μάλιστα έχει σταθερά καθοδική πορεία, η οποία χθες έφτασε στο -0,17%, από 0,1% που ήταν στα μέσα Ιουλίου. Οι αποδόσεις αυτές κοιτάζουν στα μάτια αυτές των αντίστοιχων ιταλικών. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το δεκαετές, η απόδοση του ελληνικού τίτλου βρίσκεται μια ανάσα από την αντίστοιχη του αντίστοιχου ιταλικού, ο οποίος διαπραγματευόταν χθες με απόδοση 0,579%. Σε ό,τι αφορά το πενταετές, ο ελληνικός τίτλος έχει ακόμη χαμηλότερο επιτόκιο από τον αντίστοιχο ιταλικό, ο οποίος διαπραγματευόταν χθες με απόδοση -0,088%.

Βασικές αιτίες

Ενα μέρος της επιτυχίας των ελληνικών ομολόγων οφείλεται στο ότι διεθνείς οργανισμοί που παρακολουθούν την ελληνική οικονομία προβλέπουν ανάπτυξη 4% ή και μεγαλύτερη από φέτος, την αξιοποίηση των πόρων ύψους 30,5 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, απ’ όπου αναμένεται να εισρεύσουν περίπου 4 δισ. ευρώ της προκαταβολής του 13% των πόρων από επιχορηγήσεις και δάνεια μέχρι και τα τέλη της εβδομάδας.

Η δεύτερη αιτία της πτώσης των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων είναι η συμμετοχή της Ελλάδας στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, το γνωστό πια PEPP. Η τεχνητή έλλειψη ελληνικών τίτλων που προκαλούν οι αγορές ελληνικών ομολόγων της Κεντρικής Τράπεζας του ευρώ, σε συνδυασμό με τη «σιγουριά» που εξασφαλίζει το προφίλ του χρέους (χαμηλό κόστος αναχρηματοδότησης, μεγάλη μέση διάρκεια, υψηλά ταμειακά αποθέματα), κάνει τα ελληνικά ομόλογα ανάρπαστα συμπιέζοντας τις αποδόσεις στη δευτερογενή αγορά τίτλων.

Ακτινογραφία

Με βάση τα στοιχεία που δημοσίευσε χθες η ΕΚΤ, οι αγορές σε ελληνικά ομόλογα έχουν φτάσει τα 29,4 δισ. ευρώ, έναντι τίτλων ύψους 63-65 δισ. ευρώ ελληνικών τίτλων που διαπραγματεύονται στη δευτερογενή αγορά. Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ κατέχει σήμερα πάνω από το 45% του ελληνικού χρέους που δεν κατέχεται από τον λεγόμενο επίσημο τομέα (κυρίως από τον EFSF και ESM, αλλά και το ΔΝΤ). Με τον τρόπο αυτόν μειώνονται στο ελάχιστο οι κίνδυνοι για απότομη διακύμανση των αποδόσεών τους τα επόμενα χρόνια, ενώ παράλληλα συμπιέζουν περαιτέρω και τις αποδόσεις, παρότι ακόμη η Ελλάδα δεν έχει επενδυτική βαθμίδα.

Σταθερά τα επιτόκια για καταθέσεις και δάνεια

Η Τράπεζα της Ελλάδας ανακοίνωσε ότι τα μέσα επιτόκια τόσο για τις καταθέσεις όσο και για τα νέα δάνεια παρέμειναν αμετάβλητα για τον Ιούνιο.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΤτΕ, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των νέων καταθέσεων παρέμεινε αμετάβλητο στο 0,06%. Τα μέσα επιτόκια των καταθέσεων μίας ημέρας από νοικοκυριά και από επιχειρήσεις παρέμειναν αμετάβλητα στο 0,04% και στο 0,01% αντίστοιχα. Το μέσο επιτόκιο των καταθέσεων με συμφωνημένη διάρκεια έως ένα έτος από νοικοκυριά παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 0,14%, σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα.

Το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των υφιστάμενων καταθέσεων (συμπεριλαμβανομένων των καταθέσεων μίας ημέρας) παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 0,05%.

Το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των καταθέσεων με συμφωνημένη διάρκεια έως δύο έτη από νοικοκυριά παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 0,13%. Το αντίστοιχο επιτόκιο των καταθέσεων από επιχειρήσεις παρέμεινε αμετάβλητο στο 0,10%.

Νέα δάνεια

Αντιστοίχως, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των νέων δανείων προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις παρέμεινε αμετάβλητο στο 3,95%.

Ειδικότερα, το μέσο επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων χωρίς καθορισμένη διάρκεια (κατηγορία που περιλαμβάνει τα δάνεια μέσω πιστωτικών καρτών, τα ανοικτά δάνεια και τις υπεραναλήψεις από τρεχούμενους λογαριασμούς) μειώθηκε κατά 10 μονάδες βάσης στο 14,38%.

Το μέσο επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων με συγκεκριμένη διάρκεια και κυμαινόμενο επιτόκιο παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 10,86%. Το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο μειώθηκε κατά 20 μονάδες βάσης στο 2,41%.

Το μέσο επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων χωρίς καθορισμένη διάρκεια αυξήθηκε κατά τέσσερις μονάδες βάσης, στο 4,32%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των επαγγελματικών δανείων μειώθηκε κατά τέσσερις μονάδες βάσης, στο 6,55%.

Το μέσο επιτόκιο των νέων επιχειρηματικών δανείων με συγκεκριμένη διάρκεια και κυμαινόμενο επιτόκιο αυξήθηκε, τον Ιούνιο του 2021, κατά 14 μονάδες βάσης, στο 3,04%. Ειδικότερα, το μέσο επιτόκιο των δανείων τακτής λήξης με κυμαινόμενο επιτόκιο προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) μειώθηκε στο 3,32%, από 3,44% τον προηγούμενο μήνα.

Οσον αφορά τη διάρθρωση των επιτοκίων ως προς το ύψος του δανείου, σημειώνεται πως το μέσο επιτόκιο για δάνεια μέχρι και 250.000 ευρώ μειώθηκε κατά 25 μονάδες βάσης, στο 4,26%, για δάνεια από 250.001 μέχρι 1 εκατ. ευρώ παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 3,27%, ενώ για δάνεια άνω του 1 εκατ. ευρώ αυξήθηκε κατά 21 μονάδες βάσης, στο 2,77%.

Υφιστάμενα δάνεια

Το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των υφιστάμενων δανείων παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 3,66%.
Ειδικότερα, το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων με διάρκεια άνω των πέντε ετών παρέμεινε αμετάβλητο στο 2,01%.

Το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των καταναλωτικών και λοιπών δανείων προς ιδιώτες και ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα με διάρκεια άνω των πέντε ετών παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο, στο 6,57%. Το αντίστοιχο επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων παρέμεινε επίσης σχεδόν αμετάβλητο, στο 3,19%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των επαγγελματικών δανείων παρέμεινε αμετάβλητο, στο 4,30%.

Το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των νέων καταθέσεων και δανείων παρέμεινε αμετάβλητο, στις 3,89 εκατοστιαίες μονάδες.